του Λεωνίδα Χ. Αποσκίτη
Είναι γνωστό ότι η διαμόρφωση των πολιτικών δομών της σύγχρονης Ευρώπης, των Βαλκανικών χωρών και της Μέσης Ανατολής επηρεάστηκε καθοριστικά από την κατάρρευση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας τον 19ο και αρχές του 20ου αιώνα. Η ίδια η ύπαρξη της Τουρκίας με την σύγχρονη μορφή της έως σήμερα είναι προϊόν αυτών των διαδικασιών που συνθέτουν το λεγόμενο Ανατολικό Ζήτημα.
Η πρόσφατη δολοφονία του Ρώσου πρεσβευτή στην Άγκυρα, ενός βετεράνου διπλωμάτη της σοβιετικής περιόδου και γνώστη των ψυχροπολεμικών τακτικών του δυτικού μπλοκ, έρχεται ως κορύφωση των αποσταθεροποιητικών καταστάσεων στην ίδια την Τουρκία αλλά και στην ευρύτερη περιοχή, τις οποίες έχει πυροδοτήσει η “αναθεωρητική” και μεγαλοϊδεατική νεο-οθωμανική πολιτική του Ερντογάν. Η προσπάθεια της Τουρκίας να μεταλλαχθεί από ένα κοσμικό, δυτικά προσανατολισμένο, σύγχρονο κράτος σε μια ηγεμονική δύναμη της περιοχής της Μέσης Ανατολής, των Βαλκανίων, μέχρι και τα “σύνορα της καρδιάς” της στην Κεντρική Ασία, ορίζει τη νέα φάση του Ανατολικού Ζητήματος.
Το σημερινό κουβάρι των γεγονότων στην περιοχή μας και στην Μέση Ανατολή, που αφορά άμεσα την γεωστρατηγική του Ελληνισμού, εν όψει μάλιστα και των κρίσιμων αποφάσεων για την Κύπρο, για να κατανοηθεί χρειάζεται η δουλεμένη προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας και των δυνάμεων που καθορίζουν αυτά τα γεγονότα.
Με βάση αυτά τα κριτήρια, πιστεύω ότι το σύγγραμμα “Τουρκία και Ανατολικό Ζήτημα. Από την Οθωμανική Αυτοκρατορία στη Νεώτερη Τουρκία”, Α' τόμος (Εκδόσεις ΙΝΦΟΓΝΩΜΩΝ), του διεθνολόγου και συνεργάτη του Hellenic Nexus Θεόδωρου Μπατρακούλη αποτελεί μία εξαιρετικά διεισδυτική επιστημονική παρέμβαση, αλλά και επίκαιρη, στον βαθμό που η νεο-οθωμανική Τουρκία εμφανίζεται να διεκδικεί ένα σημαντικό μέρισμα στον νέο διεθνή καταμερισμό ισχύος απειλώντας ευθέως τα ελληνικά εθνικά συμφέροντα.
Ο ερευνητής πρέπει να αντιμετωπίζει την Ιστορία όχι απλά ως παρελθόν αλλά και ως παρόν και ως μέλλον, λέει ο συγγραφέας του εμπεριστατωμένου και ογκώδους αυτού βιβλίου. Π.χ. Η Βυζαντινή αυτοκρατορία ήταν μία “υπερδύναμη” που είχε οικουμενική εμβέλεια και πρωταγωνίστησε για διάστημα μεγαλύτερο των έξι αιώνων στην Ευρώπη και στην Εγγύς Ανατολή (στον “ευρασιατικό” χώρο). Η τουρκική διείσδυση στη Μικρά Ασία και στη Χερσόνησο του Αίμου διευκολύνθηκε από τις καταστάσεις αταξίας και τις ταραχές που συγκλόνιζαν την εξελληνισμένη αυτοκρατορία της Ανατολής από το δεύτερο τέταρτο του 11ου αιώνα. Από το 1000 μέχρι τα τέλη του 12ου αιώνα έλαβε χώρα μία ουσιώδης αλλαγή του τύπου εμπορίας και συνακόλουθα της αστικής ζωής στην Δυτική Ευρώπη. Οι “Σταυροφορίες”, που βασίστηκαν στη ναυτική δύναμη των ιταλικών πόλεων-κρατών, εγκαινίασαν μία νέα φάση στο ευρωπαϊκό και μεσογειακό εμπόριο. Οι Ιταλοί έγιναν οι κυρίαρχοι θαλασσοπόροι της Ανατολικής Μεσογείου. Μετά την πρώτη Άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1204, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία κατακερματίστηκε σε ανεξάρτητα λατινικά και ελληνικά κράτη. Παράλληλα επισφραγίστηκε η διαφοροποίηση στον έλεγχο των εμπορικών δρόμων.
Στην συνέχεια, η Οθωμανική Αυτοκρατορία υπήρξε η ισχυρότερη δύναμη στη Μεσόγειο ώς τα τέλη περίπου του 17ου αιώνα. Η Οθωμανική αυτοκρατορία, διάδοχος του ρωμαϊκού-βυζαντινού κράτους στον συγκεκριμένο γεωιστορικό χώρο, είχε τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα αυτής της κληρονομιάς. Ισχυρή όπως η προκάτοχός της ανατολικά και δυτικά των Στενών, διέθετε τον έλεγχο των δρόμων της Ευρώπης προς την Ασία επί μεγάλο χρονικό διάστημα. Οι Οθωμανοί χρησιμοποιούσαν, κατά την μουσουλμανική παράδοση, την πείρα και την συνδρομή των ραγιάδων στην συνέχιση του κατακτητικού τους έργου και στην οργάνωση του κράτους τους.
Στην διάρκεια του 19ου αιώνα, η Οθωμανική επικράτεια αποτέλεσε θέατρο αντιπαλοτήτων διαφόρων ιδεολογικών ρευμάτων (“οθωμανισμός”, πανισλαμισμός, τουρκισμός, παντουρανισμός), τα οποία συνιστούσαν προσπάθειες να διασωθούν τα υπολείμματά της. Ο ιμπεριαλισμός -ιδιαίτερα ο Γερμανικός-, τα ζητήματα των Βαλκανίων, η Οθωμανική Αυτοκρατορία ως ο “ασθενής της Ευρώπης” και οι ιδεολογικές προσπάθειες διάσωσής της είναι θέματα που έχουν τροφοδοτήσει εμβριθή και “κατεδαφιστική” ακαδημαϊκή έρευνα και συζήτηση, τονίζει ο Θεόδωρος Μπατρακούλης.
Με την ουσιαστική συμμετοχή της Γερμανίας στα γεωστρατηγικά και πολιτικά/οικονομικά συμφέροντα της Πύλης και ευρύτερα στην Εγγύς Ανατολή, το Ανατολικό Ζήτημα μπήκε σε ένα νέο, άγνωστο και δύσβατο δρόμο. Η πιθανότητα να καταλήξει ο ανταγωνισμός ανάμεσα στις Δυνάμεις (ιδιαίτερα η εντεινόμενη από τις αρχές του 20ου αιώνα γερμανοβρετανική αντιπαλότητα) σε παγκόσμια πολεμική αναμέτρηση ενισχυόταν λόγω των μεγάλων, περίπλοκων αλληλοσυγκρουόμενων επιδιώξεων. Και ήταν μέσα στο συγκεκριμένο όσο και ρευστό ιστορικο-πολιτικό συγκείμενο, που από την δεκαετία του 1910 μέχρι τις μέρες μας, οι ιθύνουσες ελίτ και οι μηχανισμοί του Τουρκικού κράτους υιοθέτησαν κατ' επανάληψιν πολιτικές και μέτρα που συνιστούσαν πολιτικές βίαιου εξισλαμισμού/εκτουρκισμού ιστορικών εθνοτήτων και λαών που ζούσαν ανέκαθεν στην επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, και της Τουρκίας στην συνέχεια.
Στον χώρο όπου διαδραματίσθηκαν οι διάφορες φάσεις του Ανατολικού Ζητήματος, κατά τους δύο προηγούμενους αιώνες έλαβαν χώρα σπουδαίες πολιτικές-κοινωνικές ζυμώσεις και ανακατατάξεις. Ξαναχαράχθηκαν κατ' επανάληψιν τα σύνορα μεταξύ των κρατών.
Με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878) σχεδόν ολοκληρώθηκε η ένταξη των υπόδουλων στους Οθωμανούς λαών της Βαλκανικής σε κράτη ανεξάρτητα (Ελλάδα, Σερβία, Ρουμανία) ή αυτόνομα (Βουλγαρία). Ωστόσο, τα ίδια τα κράτη αμφισβητούσαν τα εδαφικά σύνορα και ο πληθυσμός τους δεν ήταν εθνικά, γλωσσικά, θρησκευτικά ομοιογενής.
Οι πολιτικο-ιδεολογικές επιδιώξεις τόσο των πανισλαμιστών, όσο και των τουρκιστών, ενισχύθηκαν από τις βλέψεις της ενοποιημένης (από το 1871) Γερμανίας, η οποία χρησιμοποίησε τους Οθωμανούς/Τούρκους για την προώθηση των οικονομικών και γεωπολιτικών στόχων της (πολιτική του Drang nach Osten).
Κατά τον 20ο αιώνα, μετά τους Βαλκανικούς πολέμους και τον Α' Παγκόσμιο Πόλεμο, η επαναχάραξη των συνόρων στην περιοχή άφησε ανοικτούς λογαριασμούς και οδήγησε τον Ελληνισμό σε μία δραματική αντίφαση. Από τη μία πέτυχε χάρη στην ηρωική εξόρμηση των δύο πρώτων δεκαετιών του αιώνα να συγκροτήσει ένα ομοιογενές εθνικό κράτος, το ευρύτερο της ιστορίας του, από την άλλη όμως γνώρισε μία τρομερή συρρίκνωση και έναν παρατεταμένο διχασμό.
Στην εν λόγω μελέτη επιχειρείται μία ανασυνθετική επανεξέταση των προαναφερόμενων ζητημάτων που αναμείχθηκαν στη διεθνή αρένα. Βασική επιδίωξη που θεωρείται ότι συμβάλλει στην πρωτοτυπία της μελέτης είναι μία επαναξιολόγηση της συνέργειας των εμπλεκόμενων οικονομικών, πολιτικών, ιδεολογικών, πολιτισμικών παραγόντων.
Ο ερευνητής και διακεκριμένος ενεργός πολίτης στον δημοκρατικό, πατριωτικό χώρο, Θεόδωρος Μπατρακούλης, χρησιμοποιεί επιτυχώς την διεπιστημονική μέθοδο υπό το φως των διδαγμάτων της σύγχρονης Γεωπολιτικής.
Στα συμπεράσματά του επισημαίνει κι αυτός ό,τι τονίζουμε συνεχώς απ' αυτές τις στήλες: η Ελλάδα και ο Ελληνισμός βρίσκονται στην κρισιμότερη ίσως στιγμή της σύγχρονης ιστορίας μας.
Ο ελληνικός λαός, προδομένος για άλλη μια φορά από τους δυτικούς συμμάχους του και την συγκυβερνώσα μνημονιακή πολιτική ελίτ, οδηγείται στην εξαθλίωση, στην μετανάστευση και την οριστική απώλεια της εθνικής του κυριαρχίας.
Απέναντι, η Τουρκία γίνεται εξαιρετικά απρόβλεπτη, εγκαταλείποντας το κοσμικό μοντέλο, μετατρεπόμενη σταδιακά σε ένα ισλαμικό κράτος, που διατηρεί pro forma την δημοκρατική αρχή χωρίς να είναι κράτος δικαίου, δηλαδή εμπεδώνει σε ένα άλλο επίπεδο την αυταρχική δομή που διατηρούσε επί κεμαλισμού, ενώ στην διεθνή του διάσταση απαγκιστρώνεται από την Δύση.
Υπ' αυτές τις συνθήκες, η επεξεργασία μακροπρόθεσμης συνολικής και πολυδιάστατης ελληνικής στρατηγικής για τον 21ο αιώνα συνιστά άμεση ανάγκη και όχι περιττή ακαδημαϊκή ενασχόληση.
Για τον λόγο αυτόν πρέπει να συντονιστούν οι κινήσεις για την δημιουργία του ποθούμενουεθνικοαπελευθερωτικού πόλου με άξονες την εθνική ανεξαρτησία, κοινωνική και πολιτισμική αναγέννηση, μαζί με την παραγωγική ανασυγκρότηση της χώρας και την σύνταξη ενός σύγχρονου “οδικού χάρτη” επανανακάλυψης του ελληνικού λαϊκού πολιτισμού.
Το 2017 θα φέρει αλυσιδωτές εξελίξεις και ανατροπές, τόσο διεθνείς όσο και εσωτερικές, στις οποίες θα περιλαμβάνονται κατά πάσα πιθανότητα και δύο εκλογικές αναμετρήσεις (χωρίς να αποκλείεται ένα νέο δημοψήφισμα). Η πρώτη θα εκλέξει Βουλή που δεν θα δώσει κυβερνητική προοπτική, επομένως τα πάντα θα κριθούν στην δεύτερη, η οποία αναγκαστικά θα γίνει με απλή αναλογική. Αν ο λαός συμπεριφερθεί σωστά και στις πρώτες εκλογές δεν εγκλωβιστεί στα διχαστικά ψευδοδιλήμματα, τότε εκ των πραγμάτων θα καταγραφεί στις κάλπες η οριστική κατάρρευση του ευρώδουλου πολιτικού συστήματος. Οι δεύτερες εκλογές (καλοκαίρι ή φθινόπωρο) θα είναι η μεγάλη ευκαιρία για ένα μετωπικό πολιτικό σχήμα με τα παραπάνω προτάγματα, αλλά η παγίδα της απλής αναλογικής εμποδίζει την συσπείρωση του διάσπαρτου από μικροαρχηγικά “κινήματα” πατριωτικού, αντιμνημονιακού χώρου.
Αν αυτό, όμως, γίνει κατορθωτό, τότε ίσως το 2017 να ξεκινήσει μια αλλαγή σελίδας στην πορεία της χώρας, που σήμερα δεν είναι ακόμα ορατή. Οι εκλογές, βέβαια, από μόνες τους δεν λύνουν το υπαρξιακό μας πρόβλημα αν ο ελληνικός λαός ο ίδιος δεν αποφασίσει να πάρει τις τύχες του στα χέρια του μέσα από την αυτοοργάνωση, την διεύρυνση της αλληλεγγύης, την πολιτική προστασία της ίδιας του της ζωής και της πραγματικής δημοκρατίας με όποια θυσία χρειαστεί. Λόγια χιλιοειπωμένα, που όμως κάποια στιγμή μπορεί να ζωντανέψουν και να αποκτήσουν νόημα κάτω από την πίεση της ανάγκης και την έκρηξη της οργής. Το 2017 είναι μπροστά μας: Ιδού η Ρόδος...
Δημοσιεύθηκε στο Hellenic Nexus τ.114 Ιανουάριος 2017