σ' ένα προδομένο έρωτα με τραγική κατάληξη, που εκτυλίσσεται σ' ένα ορεινό ελληνικό χωριό του 19ου αιώνα.
Η φτωχή και ορφανή Γκόλφω, μια όμορφη νεαρή βοσκοπούλα που ξενοδουλεύει υπηρετώντας τον τσέλιγκα Ζήση, γνωρίζει τον έρωτα στα μάτια ενός παλικαριού της περιοχής, του βοσκού Τάσου. Κι ενώ την πολιορκεί το αρχοντόπουλο της περιοχής, ο Κίτσος, εκείνη αρνείται τις προτάσεις του και παραμένει πιστή στους όρκους αγάπης που έχει ανταλλάξει με τον Τάσο. Οι δύο νέοι αρραβωνιάζονται και ετοιμάζονται να παντρευτούν, όταν ο Τάσος δέχεται πιεστικά προξενιά για την εξαδέλφη του Κίτσου και κόρη του τσέλιγκα, Σταυρούλα. Παρά την αρχική του άρνηση, ο Τάσος τελικά δελεάζεται από τη μεγάλη προίκα της Σταυρούλας και διώχνει την Γκόλφω. Η νεαρή κοπέλα απελπίζεται, χάνει τα λογικά της και καταριέται τον Τάσο. Λίγο πριν από τον γάμο τους, η παραλογισμένη πια Γκόλφω σηκώνει την κατάρα και τους εύχεται κάθε ευτυχία. Ο Τάσος κλονίζεται από το μεγαλείο του έρωτά της, αλλάζει γνώμη και τρέχει στο κατόπι της, είναι όμως αργά. Η Γκόλφω έχει φαρμακωθεί και ξεψυχά στα χέρια του. Ο Τάσος αυτοκτονεί στο πλευρό της.
Το έργο («δράμα ειδυλλιακόν» το χαρακτηρίζει ο συγγραφέας του) ολοκληρώθηκε στις 23 Αυγούστου 1893 από τον σχεδόν τυφλό Σπυρίδωνα Περεσιάδη (1854-1918) και παρουσιάσθηκε λίγες ημέρες αργότερα σε πανελλήνια πρώτη από ερασιτεχνικό θίασο στην Ακράτα, υπό την επίβλεψη του συγγραφέα, που είχε ξεκινήσει την επαγγελματική του καριέρα ως δημόσιος υπάλληλος. Η φήμη του έργου γρήγορα ξεπέρασε τα στενά όρια της Αιγιαλείας και στις 10 Αυγούστου 1894 παρουσιάστηκε για πρώτη φορά στην Αθήνα από τον θίασο Πρόοδος του Δημήτρη Κοτοπούλη στο θέατρο Παράδεισος. Την «Γκόλφω» υποδύθηκε η Βασιλεία Στεφάνου και τον «Τάσο» ο Θεοδόσης Πετάλας. Στις26 Ιανουαρίου 1913 ανέβηκε για πρώτη φορά στη Θεσσαλονίκη, στο θέατρο Εδέμ, από τον Εθνικό Δραματικό Θίασο και συνδυάστηκε με την παρουσία στη συμπρωτεύουσα του νικητή των Βαλκανικών Πολέμων, πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου.
Η Γκόλφω γνώρισε μεγάλη επιτυχία και στο εξωτερικό, σε πόλεις με έντονο ελληνικό στοιχείο (Κωνσταντινούπολη, Σμύρνη, Οδησσό, Παρίσι). Τέτοια ήταν η απήχησή του έργου στο λαϊκό κοινό, ώστε να αποτελεί σε πολλές περιπτώσεις ασφαλές σωσίβιο για τους περιοδεύοντες θιάσους στην ελληνική επαρχία («μπουλούκια»), που τους εξασφάλιζε σχεδόν πάντα θεατές.
Το καλοκαίρι του 1967 η Γκόλφω επανήλθε στο προσκήνιο, μέσα από την παράσταση του Λαϊκού Θεάτρου του Μάνου Κατράκη στο Πεδίο του Άρεως. Το καλοκαίρι του 1974 στο Άλσος Παγκρατίου παρουσιάσθηκε μια ανατρεπτική διασκευή της Γκόλφως, με τίτλο Μια ζωή Γκόλφω από το Ελεύθερο Θέατρο, ένα νεανικό θίασο που έφερε νέο αέρα στο ελληνικό θέατρο στα χρόνια της χούντας. Μια ακόμη διασκευή με τίτλο Goλfω Forever! ανέβηκε το 2004 από τη θεατρική εταιρεία Χώρος.
Η Γκόλφω μεταφέρθηκε στον κινηματογράφο δύο φορές. Το 1914 από τον σμυρνιό σκηνοθέτη και παραγωγό Κώστα Μπαχατώρη, με την Ολυμπία Δαμάσκου και τον Ζάχο Θάνο στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Ο Μπαχατώρης ξόδεψε 100.000 δραχμές για τη βουβή Γκόλφω, που θεωρείται η πρώτη μεγάλου μήκους ταινία στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου. Η πρεμιέρα του έργου δόθηκε στις 22 Ιανουαρίου 1915 στην Αθήνα.
Στις 28 Μαρτίου 1955 η Γκόλφω εμφανίστηκε για δεύτερη φορά στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Ορέστη Λάσκου, με την Αντιγόνη Βαλάκου και τον Νίκο Καζή στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Έκοψε 115.285 εισιτήρια και κατατάχθηκε στην 3η θέση του καταλόγου με τις πιο εμπορικές ταινίες της χρονιάς. Η Γκόλφω του Λάσκου σηματοδότησε τη μόδα των «ταινιών-φουστανέλας», οι περισσότερες πολύ χαμηλής ποιότητας. Η Γκόλφω έχει την τιμητική της και στην κορυφαία ταινία του Θόδωρου Αγγελόπουλου Ο Θίασος (1975). Συμβάλλει στην εξέλιξη του μύθου, καθώς παρουσιάζεται από ένα θεατρικό μπουλούκι.