Ανθρωπιστική βοήθεια για τους πρόσφυγες
από τις Ενορίες της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης. –
Μια πρωτοβουλία του Σεβ. Μητροπολίτου κ. Παύλου
Συλλογή αγαθών (ανθρωπιστική βοήθεια) για τους πρόσφυγες πραγματοποιείται (από 29 – 2ουέως 8 – 3ου) στις Ενορίες της Ιεράς Μητροπόλεως Σερβίων και Κοζάνης με πρωτοβουλία του Σεβ.Μητροπολίτου κ. Παύλου.
Τα αγαθά που συλλέγονται είναι: ‘’κουβέρτες, γάλατα, νερά, μπισκότα, πάνες, χαρτικά και ό,τι άλλο η καρδιά φιλάνθρωπα και αγαπητικά σκεφθεί και αποφασίσει’’.
Σε Επιστολή (Αρ. Πρωτ. 170/26-2-2016) την οποία απευθύνει ‘’προς άπαντας τους Αιδεσιμ. Εφημερίους και το ευσεβές πλήρωμα της καθ’ ημάς Ιεράς Μητροπόλεως’’ ο Σεβ. κ. Παύλος, αναφέρεται ‘’στην ταλαιπωρία και στον ξεριζωμό των ανθρώπων από τη Συρία, το Ιράκ, το Λίβανο και εν γένει από τη Μέση Ανατολή’’.
Εξαίρει (και ενδυναμώνει) την ‘’αρετή της φιλοτιμίας, της φιλοξενίας και της αγάπης για τονσυνάνθρωπο’’, αρετές για τις οποίες διακρινόμαστε ‘’ως Εκκλησία και ως Έλληνες απόαρχαιοτάτων χρόνων’’. Συνεπείς προς την παράδοση αυτή είμαστε αρωγοί στο δράμα των προσφύγων – συνανθρώπων μας, που ‘’πεινασμένοι και ξυπόλυτοι έφτασαν και στην Κοζάνη’’.
Μας προτρέπει ο Σεβασμιώτατος ‘’ν’ ανοίξωμεν την καρδιά μας και ο καθένας από το υστέρημά του να φέρει κουβέρτες, γάλατα, νερά, μπισκότα, πάνες, χαρτικά και ό,τι άλλο η καρδιά φιλάνθρωπα και αγαπητικά σκεφθεί και αποφασίσει’’.
Στην Επιστολή γίνεται μνεία (και) για τους Έλληνες πρόσφυγες του Πόντου και της Μικρασίας: ‘’Ιδιαιτέρως όσοι ζήσατε και διδαχτήκατε από τους προγόνους σας τι σημαίνει ξεριζωμός και προσφυγιά από τον Πόντο, την Ανατολική Θράκη, Σμύρνη και τα παράλια της Μικράς Ασίας’’.
‘’Μην ξεχνάμε’’, σημειώνει στην Επιστολή του ο Σεβασμ. αποσυσκοτίζοντάς μας, ‘’ότι είμαστεπαιδιά του ίδιου Θεού ασχέτως πολιτισμού και θρησκείας’’. Η θέαση του Θεού γίνεται στο πρόσωπο του αδελφού. ‘’Είδες τον συνάνθρωπόν σου, είδες τον Θεόν σου’’, γράφει. Και με τη φράση αυτή των Αγίων της Εκκλησίας, της ασκητικής χριστιανικής παράδοσης κλείνει την Επιστολή του ο Σεβ. κ. Παύλος επευλογώντας μας και ευχόμενος: ‘’Ο Τριαδικός Θεός να σας ανταποδώσει για ό,τι κάνετε’’.
Η Επιστολή αναδεικνύει τον θεανθρώπινο χαρακτήρα της χριστιανικής αντίληψης, τη στάση και το χρέος του καθενός μας που απορρέει από τη θέση αυτή απέναντι στον συνάνθρωπο-αδελφό(στάση ενεργούς και προσφερόμενης αγάπης) που υπερβαίνει όλα τα σύνορα, τις διαχωριστικές γραμμές και όλες τις (φυλετικές, τοπικιστικές, θρησκευτικές, εθνικές κ. ά.) διαφορές, που πρέπεινα συγκλείνουν και να συν-τείνουν στην ενότητα ανθρώπων, τοπικών κοινωνιών, εθνών και λαών,και όχι να εφευρίσκονται ‘’επιχειρήματα’’ για την ευγενή (και για μερικούς θεμιτή) απόρριψη μέχρι και τις πιο άγριες επιχειρήσεις εξόντωσης με εθνοκαθάρσεις και γενοκτονίες.
Τα αγαθά συγκεντρώνονται στις ενορίες. Αυτές θα τα παραδώσουν (από τις 7 έως και τις 8 Μαρτίου) στον ιερό ναό των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Κοζάνης, απ’ όπου και θα αποσταλούν στον προορισμό τους.
Η ανταπόκριση του λαού είναι άμεση και συγκινητική. Άνθρωποι όλων των ηλικιών, άνδρες και γυναίκες, καταφτάνουν στο αρχονταρίκι του ι. ναού αγίου Διονυσίου Βελβεντού (το ίδιο γίνεται φαντάζομαι παντού, ο λαός μας είναι συμπονετικός) με σακούλες γεμάτες αγαθά. Τις παραδίδουν πάντα με ένα καλό λόγο, λόγο συμπάθειας, για τους πρόσφυγες.
‘’Ξέρω τι είναι να είσαι στο δρόμο γυμνός, πεινασμένος, να τουρτουρίζεις από το κρύο. Εμείς τα ζήσαμε αυτά, όταν οι Γερμανοί το 1943 έκαψαν τα χωριά μας. (Παλαιογράτσανο, Καταφύγι και Σκούλιαρη). Κι ο χειμώνας ήταν βαρύς! Στην αρχή μείναμε σε καλύβες. Μετά μας δέχτηκαν στα σπίτια τους οι Βελβεντινοί. Μας δέχτηκαν πολύ καλά. Όχι μόνο εμάς, όλους. Εμείς μείναμε στο σπίτι του Περικλή Καμκούτη μαζί και τα ζώα που φέραμε από το χωριό. Τα ζώα τα περνούσαμε μέσα από τη σάλα του σπιτιού, ο στάβλος ήταν στο πίσω μέρος’’, θυμάται και ευχαριστεί η Μελπομένη Μ.
‘’Ο Θεός να φωτίσει τους μεγάλους που διοικούν τον κόσμο, να κάνουν το σωστό, εμείς κάνουμε αυτό που μπορούμε, αυτό που μας ζητάει η Εκκλησία. Ας κάνουν κι αυτοί το χρέος τους’’, ψέλλισε, καθώς παρέδιδε τη σακούλα με τα τρόφιμα από το υστέρημά της για τους πρόσφυγες, η Άννα Ρ.
Η φωνή της (ίσως να ήταν και μια προσευχή της) που μόλις ακουγόταν, μου έδωσε την αίσθηση ότι ήταν μια βοή, που έβγαινε από τα σωθικά της και απλωνόταν παντού. Ήταν μια δυνατή βοή, μια συνισταμένη από αμέτρητες όμοιες αλάλητες βοές απλοϊκών ανθρώπων απ’ όλη τη γη.
Ακούει κανείς;
για την αντιγραφή
Αντώνης Δ. Μάντζιος, οικονομολόγος