Στις προθήκες των
βιβλιοπωλείων
“Πώς η λοτεχνία σου
αλλάζει τη ζωή” του Δημήτρη Στεφανάκη εκδ. Ψυχογιός
Γράφει η Μάγδα
Παπαδημητρίου-Σαμοθράκη
“Στη ζωή τα πράγματα δεν
είναι συνήθως όπως φαίνονται κι η λογοτεχνία θα βρίσκεται πάντα εδώ για να μας
το θυμίζει.”
Τελικά μας αλλάζει τη
ζωή η λογοτεχνία? Αυτό το ερώτημα έρχεται να μας βοηθήσει να κατανοήσουμε ο
συγγραφέας Δημήτρης Στεφανάκης με το νέο του βιβλίο. Όχι τόσο πολύ για τους ήδη
εραστές της λογοτεχνίας που η ζωή τους έχει αλλάξει από τότε που διαβάζουν μα
για τους υποψήφιους αναγνώστες που αναρωτιούνται ακόμη για το πόσο μπορεί να
τους βοηθήσει διαβάζοντας βιβλία. Ο συγγραφέας ανακαλύπτει όμως τον μαγευτικό
κόσμο της λογοτεχνίας και στους ήδη αναγνώστες μα και τους συγγραφείς.
Τον Δημήτρη Στεφανάκη
τον γνωρίζουμε ως αναγνώστες από τις «Μέρες Αλεξανδρείας», το «Φιλμ Νουάρ», τα
μυθιστορήματα «Άρια, Ο κόσμος απ' την αρχή», «Ο χορός των ψευδαισθήσεων» και
«Συλλαβίζοντας το καλοκαίρι». Έχει τιμηθεί για το έργο του με το Βραβείο Καβάφη
και έχει κερδίσει επάξια τον τίτλο του Ιππότη τιμών και γραμμάτων του γαλλικού
κράτους. Οι απαιτητικοί αναγνώστες τον γνωρίζουν και από τις μεταφράσεις του,
Μπέλλοου, Φόρστερ, Μπρόντσκι, Μπαλζάκ.
Στη πόλη μας το
αναγνωστικό κοινό τον γνωρίζει καλά και έχει συνομιλήσει μαζί του αφού έχει
έρθει πάνω από τέσσερις φορές και τον παρακολουθεί φανατικά θαυμάζοντας τον. Το
επέλεξα χωρίς δεύτερη κουβέντα μόλις κυκλοφόρησε στις προθήκες των
βιβλιοπωλείων αφού είναι από τους αγαπημένους μου συγγραφείς. Ταξιδεύω με τη
πέννα του στο παρελθόν και το παρόν γνωρίζοντας πολλά. Κάθε βιβλίο του είναι
μια νέα αποκάλυψη. Με χαροποίησε
ιδιαίτερα ως αναγνώστη μα και ως συγγραφέα αφού στις σελίδες του ανακάλυψα
μυστικά που δεν γνώριζα.
“Αν επιμένουμε ακόμα να
διαβάζουμε λογοτεχνία στην εποχή μας είναι γιατί πιστεύουμε σε αυτό που μας
προσφέρει. Σίγουρα δεν θα καταφέρουμε ποτέ να αλλάξουμε τον κόσμο με την ποίηση
και τα μυθιστορήματα, αξίζει όμως τον κόπο να δοκιμάσουμε την ευεργετική
επίδρασή τους στη ζωή και στον χαρακτήρα μας.” Αν ρωτούσε κανείς τον συγγραφέα
πώς η λογοτεχνία μπορεί να αλλάξει τη ζωή του, θα απαντούσε πως “η λογοτεχνία
κυρίως του μαθαίνει τρόπους. Τον κάνει λιγότερο σίγουρο για τον εαυτό του,
λιγότερο μελοδραματικό και κραυγαλέο, λιγότερο αφελή και ευκολόπιστο αλλά και
πιο ευγενή στη γλώσσα, πιο διορατικό στις ανθρώπινες σχέσεις.Με την ιδιότητα
του αναγνώστη και όχι του βιβλιοφάγου
που κάπου ενέχει την κατανάλωση μέσα της και τρομάζει, αλλά του συστηματικού
και ουσιαστικού αναγνώστη που αναμετριέται και συνεχίζει να αναμετράται με τα
μεγάλα κείμενα, με τους σημαντικούς συγγραφείς.” Και δεν αρκείται μόνο σ' αυτό.
Την ώρα που οι περισσότεροι συγγραφείς μιλούν για την τέχνη ή την τεχνική της
γραφής, ο Δημήτρης Στεφανάκης μιλά για την Μεγάλη Τέχνη της Ανάγνωσης. Για τον
τρόπο του να ξεκλειδώνει κανείς τα μεγάλα κείμενα, για τον τρόπο να πλησιάζει
κανείς τους μεγάλους συγγραφείς και την μεγάλη αφήγηση. Άλλωστε ο συγγραφέας
μιλά συχνά στους φίλους της λέσχης ανάγνωσης των εκδόσεων Έναστρον στην Αθήνα
για την ανάγνωση. Αξίζει να διαβάσει κανείς τα άρθρα του για τη λογοτεχνία στο
λογοτεχνικό περιοδικό Κλεψύδρα των εκδόσεων Έναστρον. Επανερχόμαστε λοιπόν στο
νέο του δοκίμιο.
Μπορούμε να πούμε
ότι είναι μια αποκάλυψη για κάθε
βιβλιόφιλο και παθιασμένο ή έντιμο αναγνώστη που θέλει να διαβάζει
ό,τι αξίζει, που μπορεί μέχρι και να
αλλάξει τον ίδιο . Που θα του φανερώσει
ότι μπορεί να του αλλάξει την οπτική, να του φανερώσει τα χίλια τόσα
κομματάκια της άγνωστής του ψυχής.
Γραμμένο στο πρώτο
πρόσωπο φαίνεται στα μάτια του αναγνώστη ως να ξομολογείται μιλώντας για την διαδρομή του στην διαδικασία ή
τελετουργία της ανάγνωσης σα να απευθύνεται στην λογοτεχνία αυτοπροσώπως, μιλά
για τον κόσμο με ή δίχως λογοτεχνία, διεισδύει στην ύπαρξη των ηρώων και τους
κάνει συμμέτοχους στη ζωή του αναγνώστη. Μεγάλη βαρύτητα δίνει στον συγγραφέα- αναγνώστη και δέχεται ότι
«γεννιόμαστε απλώς αναγνώστες» αφήνοντας να φανεί διακριτικά ότι φτάνουμε τελικά από την δίψα ανάγνωσης,
στην δίψα γραφής. Μιλά για τα βιβλία που μας κολακεύουν, για τα βιβλία που
αντιστέκονται, που αποκαλύπτονται, τολμώντας να θίξει ακόμα και τα κακώς
κείμενα, που χαρίζονται στον αναγνώστη τους, για τα βιβλία που έρχονται ως καταναλωτικό προϊόν.Αναφέρεται στη Φιλοσοφία, στον Κινηματογράφο, την
Ποίηση, την Πολιτική, την Ιστορία μέσα στο Μυθιστόρημα.
«Η αφήγηση είναι μια
ανάγκη τόσο φυσική όσο και η αναπνοή», γράφει και συνεχίζει: «Στον πυρήνα κάθε
αφήγησης υπάρχει ένας μύθος, αλλά όχι μόνο· υπάρχουν χαρακτήρες που προεκτείνουν
τα σύνορα της δικής μας ύπαρξης. Ταυτιζόμαστε μαζί τους, είναι οι μικροί μας
“ήρωες”, όντα φανταστικά αλλά πέρα για πέρα οικεία. Μεγαλώνουμε μαζί τους και
κάθε τόσο προσθέτουμε κι άλλους μέσα από τις αναγνώσεις μας, εμπλουτίζοντας τη
ζωή μας με καινούργιους “φίλους”. Στο τέλος, δεν μπορούμε να φανταστούμε,
γράφει, έναν κόσμο χωρίς τον Οδυσσέα, την Αντιγόνη, τον Βασιλιά Ληρ, την
εξαδέλφη Μπέτυ, τους Καραμάζοφ ή την Άννα Καρένινα».
«Είχα βεβαιωθεί πια:
Αυτός ο κόσμος ο αφυδατωμένος από ιδέες, ο στερημένος από κάθε είδους έμπνευση,
με τις εύθραυστες δημοκρατίες των οικονομικών κολοσσών και των χρηματιστηρίων,
με τις κοινωνίες των καταναλωτών και των συναισθηματικά αναλφάβητων χρειάζεται
όσο τίποτε άλλο την αύρα της λογοτεχνικής δημιουργίας. Στον ίδιο βαθμό ίσως που
έχει ανάγκη τα δάση, τις καθαρές θάλασσες και το φυσικό περιβάλλον».
Είναι ένα καλογραμμένο
έργο που απευθύνεται σε όλους, είτε σε αυτούς που ενδιαφέρονται για τη
δημιουργική γραφή είτε όχι, αφού αυτό που πετυχαίνει είναι να μας κάνει όλους
καλύτερους αναγνώστες. Πολλοί είναι εκείνοι που θα βρουν τις ενδομύχιες σκέψεις
τους στις σελίδες του και θα ταυτιστούν σε πολλά σημεία. Άλλοι θα
προβληματιστούν για τη σχέση τους με τη γραφή, αλλά και την ανάγνωση.
Ο Στεφανάκης πάντως δεν
φοβάται για τη τύχη του βιβλίου. Είναι σίγουρος ότι θα συνεχίσει να υπάρχει ως
πολιτισμικός φορέας. «Υπήρχε προτού σχηματιστεί το παγκόσμιο σώμα της
λογοτεχνίας και θα συνεχίσει να υπάρχει, αν κάποια μέρα η λογοτεχνία κλείσει
οριστικά τον κύκλο της σε αυτό τον κόσμο. Θα συνεχίσουμε να αφηγούμαστε
ιστορίες, ίσως γιατί ακόμη κι η πραγματικότητα στην οποία ζούμε δεν είναι παρά
ένα πολυσέλιδο παραμύθι που διηγούμαστε ο ένας στον άλλο».
Έχουμε λοιπόν 6+1 λόγους
να μας αρέσει η λογοτεχνία, Όπως ότι :
Η πραγματικότητα δεν
αρκεί. Αν αρκούσε δεν θα χρειαζόμασταν βιβλία.
Γινόμαστε αναγνώστες του
εαυτού μας μέσα από τους ήρωες του βιβλίου.
Η λογοτεχία σε μαθαίνει
να αμφιβάλλεις για τον εαυτό σου και σε βοηθά να εξελίσσεσαι.
Η αφήγηση είναι
παρηγοριά. Έχουμε ανάγκη να αφηγούμαστε ιστορίες όπως έχουμε ανάγκη να ακούμε ή
να διαβάζουμε ιστορίες των άλλων.
Να καταλαβαίνουμε
διαβάζοντας την ότι κανείς δεν είναι τέλειος.Όποιος πιστεύει ότι είναι τέλειος
δεν έχει διεισδύσει στον κόσμο της.
Η λογοτεχνία είναι
αντίδοτο στη μοναξιά. Κι αυτό το γνωρίζουν οι περισσότεροι αναγνώστες.
Διαχειρίζονται πιο σωστά τη μοναξιά τους και σιγά-σιγά την απολαμβάνουν.
Για να μάθετε τον έβδομο
λόγο, κι όχι μόνο αυτό καλό θα είναι να
έρθετε τη Τρίτη 8 Μαρτίου, στις 7 το απόγευμα στα Public (Ανδρούτσου & Ερμού
5) και να τον ακούσετε από τον ίδιο τον συγγραφέα.
Για τον συγγραφέα
Δημήτρη Στεφανάκη και το βιβλίο του θα μιλήσει ο επίσης συγγραφέας και
αντιπρόεδρος της Ένωσης Συγγραφέων Πιερίας Θεοχάρης Μπικηρόπουλος. Ελάτε λοιπόν
να συνομιλήσετε μαζί του και να σας
υπογράψει το αντίτυπο του βιβλίου που θα σας ταξιδέψει στον μαγευτικό κόσμο του
λόγου και της Τέχνης.