Πέμπτη 27 Μαρτίου 2014

"Η επιστροφή" του Σωτήρη Τσιλίκα

Σωτήρης Μιχ. Τσιλίκας
       Διήγημα
<< Η επιστροφή >>
  Ιανουάριος 2014
<<Μην είναι τα ψηλά βουνά, τα δένδρα, τα λουλούδια, μην είν΄ τα γάργαρα νερά, ο ήλιος τα τραγούδια ... >> σιγομουρμούριζε στο ταξί, με ανάκατα συναισθήματα. Ο δρόμος ήταν μακρύς για το χωριό κι ακόμα βρίσκονταν στον κάμπο. Ρουφούσε κυριολεκτικά τις εικόνες που έτρεχαν
κατά πάνω του και ύστερα γλυστρούσαν στο πλάι του, μένοντας πίσω, αφήνοντας μέσα του την αίσθηση της αλλαγής. Συγκρίνονταν οι νέες εικόνες με τις παλιές κι απ΄ το ανακάτεμα ανάβλυζε σαν συνέπεια η  χαρμολύπη.
Αποφάσισε το ταξίδι στην ιδιαίτερη πατρίδα του, μετά εξήντα εφτά συναπτά έτη, που του φαίνονταν τώρα, σχεδόν συνοδηγώντας, ότι πέρασαν σαν αστραπή. Τι περίεργα παιχνίδια που παίζει καμιά φορά ο χρόνος!
Αναγκάστηκε να φύγει στην Αυστραλία κυνηγημένος από τύψεις. Σε μια αναρρίχηση στα γκρέμια, παλικαράκια τότε, γλίστρησαν κι ο δίδυμος αδερφός δεν μπόρεσε να κρατηθεί. Έπεσε από ψηλά κι έμεινε στον τόπο. Μέχρι τότε σ΄ όλα πάντα ήτανε μαζί. Ο ίδιος ένοιωσε υπεύθυνος που δεν μπόρεσε να τον συγκρατήσει. Ο πόνος ήταν ασύλληπτος. Ένοιωθε ότι δεν μπορούσε να ζήσει μόνος και με τα βλέμματα όλων στραμμένα πάνω του. Τους φίλους που πρόστρεξαν στον πόνο του τους έκανε πέρα. Κλείστηκε στον εαυτό του σαν αγρίμι. Δεν ήθελε με τίποτα να αποδεχθεί το συμβάν και να συμβιβαστεί με την σκληρή πραγματικότητα. Ούτε ήθελε την εξιλέωση. Αντίθετα αυτομαστιγώνονταν, σαν υπεύθυνος που ένοιωθε για τον χαμό. Τελικά αυτός ο τόπος δεν τον χωρούσε πια. Αποφάσισε σαν διέξοδο την φυγή στην μακρινή Αυστραλία, εκεί να βρει την τύχη του, μακριά από όλα αυτά κι απ΄ όλους και απ΄ την άλλη ακολουθώντας το όνειρο. Έρχονταν στο προσκήνιο αυτό το όνειρο, όταν η ζωή σήκωνε παντιέρα και παραμέριζε τη μαυρίλα του θανάτου. Στον ξένο τόπο, έπεσε με τα μούτρα στα βιβλία, σπούδασε, δούλεψε σκληρά και πέτυχε. Ερωτεύτηκε, έφτιαξε τη ζωή του, απέκτησε καλούς φίλους, όνομα και χρυσά παιδιά κι εγγόνια. Πήρε πολλές ικανοποιήσεις μαζί και απογοητεύσεις, αλλά ποτέ δεν το έβαλε κάτω. Είχε μεγάλο πείσμα και μερικές φορές έβγαλε και περισσή σκληρότητα. Μα στο πίσω μέρος του μυαλού του πάντα υπήρχαν και προβάλλονταν σε στιγμές μοναξιάς, σαν σε ξέφωτο ομίχλης, η άγρια σκηνή του χαμού. Ύστερα, έρχονταν άλλες δραματικές στιγμές, αγαπημένα πρόσωπα, το χωριό, ο τόπος του, η πατρίδα. Έρχονταν και στιγμές πολύ όμορφες και τρυφερές, μισοχαμένες στην συναισθηματική καταχνιά και τη  σκόνη του χρόνου. Στην μακρινή ξενιτιά, του έρχονταν αυτές οι θύμησες,  σπασμένες εικόνες γερά δεμένες με τις μυρουδιές. Απ΄ το φρεσκοβρεγμένο χώμα, απ΄ την ξινή μυρουδιά που ανέδυαν τα άλογα και την χαρακτηριστική απ΄ τα γίδια, απ΄ το κάψιμο της καλαμιάς, απ΄τα καπνά στα παστάλια, στο μπασκί και στις δεμένες μπάλες. Μυρουδιές μοσχοβόλημα και εικόνες  απ΄ το σπίτι. Θύμησες που έμειναν φυλαγμένες μέσα του από μικρό παιδί και νεαρό παλικαράκι. Η πιο έντονη απ΄ όλες, ήταν η μυρουδιά από αλεύρι, που λες και έμενε νωπή στη μνήμη του, λες και το αλεύρι πασπάλιζε τα σωθικά του, λες και τον διαπότιζε ολόκληρο. Ο πατέρας του ήταν ο μυλωνάς. Ύστερα, στην επαναλαμβανόμενη ονειροφαντασίωση εμπλέκονταν οι ανθρώπινες φωνές, τα γέλια, τα τραγούδια, τα χλιμιντρίσματα, το γκάρισμα, τα βελάσματα, τα μουγκανητά, τα γαυγήσματα, τα νιαουρίσματα, τα κακαρίσματα, το λάλημα των πετεινών,το βελούδινο κελάηδημα των αηδονιών και ήχοι διάφοροι, σαν τον χαρμόσυνο ή πένθιμο της καμπάνας, του κουδουνιού του σχολειού, της συγχορδίας των κυπριών απ΄ τα ζωντανά.
Η επιθυμία επιστροφής, από μια στιγμή και μετά, πρακτικά φάνταζε μακρινό, άπιαστο όνειρο. Έφταιγαν οι σκληρές απαιτήσεις της ζωής και τα εσωτερικά του εμπόδια. Η θλίψη έκανε τότε την εμφάνισή της και οι θύμησες αυτές μεγενθύνονταν, φορτώνονταν με νοσταλγία, με συγκίνηση, που τον κατέκλυζε. Έρχονταν έντονα η επιθυμία του γυρισμού, το νόστημον ήμαρ και του΄ρχονταν δάκρυα. Αργότερα, μερικές φορές,  αναστέναζε από κρυφές επιπρόσθετες ενοχές  κι ύστερα συνέρχονταν, τα απωθούσε όλα αυτά και σαν πολύ δυνατός, ίσως και σκληρός άνθρωπος, συνέχιζε την ζωή του, με την έντονη δραστηριότητα, με τα όνειρά του εκεί, στην δεύτερη πατρίδα, με όλες του τις αγάπες.  Όταν για τον ίδιο ήρθε ο καιρός, όταν οι συνθήκες του επέτρεπαν να κάνει το ταξίδι, κάτι πάντα τον σταματούσε σαν γαντζωμένη πάνω του συνήθεια και το ανέβαλε για αργότερα. Η μια αναβολή έφερνε την άλλη, ώσπου τελικά ο χρόνος αποφάσισε ότι δεν πάει άλλο, ότι θα πεθάνει με το μεράκι να δει ξανά -έστω για τελευταία φορά- τον τόπο που τον γέννησε, τον τόπο που τον ανάθρεψε.
<<Μαύρη πέτρα έριξες>>, του΄λεγαν οι φίλοι, που έκαναν τακτικά ταξίδια στην πατρίδα. Ο ίδιος πάλι, αντί απάντησης, έστελνε τα παιδιά διακοπές κάθε χρόνο στην Ελλάδα.
Όταν επί τέλους πάρθηκε η απόφαση και τα εισιτήρια ήρθαν στα χέρια του, μαζί με μια παιδιάστικη χαρά, πρόβαλαν ξανά τυραννικά οι αμφιβολίες, οι κρυφές ενοχές, οι τύψεις, ο πόνος, αλλά και ο θυμός, με το ανελέητο γιατί δεν το αποφάσισε νωρίτερα. Ο αδελφός του δεν θα γύριζε πίσω. Το σίγουρο είναι ότι δεν θα αντίκριζε ποτέ ξανά ούτε και τη μάννα του. Δεν θα πεφτε στην αγκαλιά της μάνας, ούτε και του πατέρα. Δεν θα ΄βλεπε καν τα μνήματα.  Μόνο τα κουτιά με τα λείψανα στο οστεοφυλάκιο. Όταν ήταν ο μεγάλος απών στην αρρώστια της μάνας έχασε την ευκαιρία. Ήταν και πάλι απών στον θάνατο του πατέρα, που τον ακολούθησε γρήγορα κι εκείνη. Δεν μπορούσε τότε να κάνει το μεγάλο ταξίδι. Γιατί είχε πολύ σημαντικές επαγγελματικές υποχρεώσεις και πιθανόν να ήταν καταστροφική η απουσία του. Έτσι, αντί να πάει ο ίδιος, επικοινωνούσε -είναι αλήθεια συνεχώς- με το τηλέφωνο, έστελνε ότι χρήματα χρειαζόταν και με το παραπάνω, για τους γιατρούς και μετά δυστυχώς για τις κηδείες. Έτσι όμως έχασε όλες τις μοναδικές, τις ανεπανάληπτες στιγμές, να ΄ναι στο προσκέφαλο του άρρωστου ετοιμοθάνατο γονιού, στιγμές συγκλονιστικές, να είναι στο πλευρό του, να συγχωρέσει ο ένας τον άλλον, να πάρει την πολύτιμη ευχή του γονιού, να τον φιλήσει για τελευταία φορά και να τον συνοδέψει στην τελευταία του κατοικία. Θρηνώντας την απώλεια και περνώντας όλο το πένθος στην ζωντανή πραγματικότητα με συγγενείς, φίλους και αγαπημένους. Μετά την απουσία του στον θάνατο των γονιών, πώς να γυρνούσε. Με αυτές τις απουσίες και το απέραντο κενό, να πήγαινε απλά για διακοπές στο χωριό, δεν γινόταν. Με τι μούτρα θα αντίκριζε αυτούς που ήταν ακόμα ζωντανοί και τους ήξερε. Πώς να απολογηθεί βγάζοντας την ντροπή του, στο πρόσωπο αυτών των ανθρώπων και απέναντι στον εαυτό του. Στο γιατί. Ένοιωθε να του χρειάζεται κάτι συντριπτικά δυνατό, να άφηνε τα δάκρυά του να καθάρουν την ψυχή. Αυτό που προτίμησε και εφάρμοσε ήταν, όλα αυτά που τον τσιγάριζαν βαθιά μέσα του, να τα απωθήσει. Αλλά μέχρις εδώ.

Χρόνια τώρα ήταν δωρητής και χορηγός στις τρεις εκκλησίες του χωριού, για αναπαλαιώσεις και συντήρηση. Ήταν δωρητής στην παμπάλαια βιβλιοθήκη και στα δύο Δημοτικά σχολεία. Κάθε χρόνο έδινε μια υποτροφία στον άριστο των τελειόφοιτων μαθητών στο Λύκειο. Έστελνε χρήματα για τον εξοπλισμό του Αγροτικού Ιατρείου, προετοιμάζοντας μια καλή εικόνα, προσπαθώντας να εξιλεωθεί, για όταν θα πήγαινε κάποτε στο χωριό. Σε φίλο που τα εξομολογήθηκε κάποτε, αυτός του είπε πως δεν έχει να δώσει εξηγήσεις σε κανέναν. Αντίθετα μάλιστα, πως όλοι τον θαυμάζουν για το νοιάξιμό του για τον τόπο και τους ανθρώπους του κι ακόμα πως καταλαβαίνουν και δικαιολογούν τον μη ερχομό του. Τότε απάντησε ότι δεν ήταν οι άλλοι το εμπόδιο. Στα πρόσωπά τους, στα μάτια τους, καθρεφτίζονταν ο εαυτός του, θύτης και θύμα μαζί και γι΄ αυτόν τον κατηγορούμενο έδινε χτυπήματα και ταυτόχρονα απολογιόταν.
Σκεφτόταν ότι όλα όσα έκανε για τον τόπο του, τα έκανε με υστεροβουλία. Από την άλλη όμως ένοιωθε ότι δεν ήταν ακριβώς έτσι τα πράγματα, γιατί αγαπούσε βαθιά τον τόπο και τους ανθρώπους. Η απουσία του εκεί ένοιωθε ότι έπρεπε να αναπληρωθεί, έστω με τις δωρεές. Θεωρούσε ότι η συμμετοχή στα κοινά είναι υποχρέωση, είναι καθήκον του πολίτη και γι΄ αυτό έγινε ενεργό και δραστήριο μέλος στην ομογένεια. Ακόμα είχε τακτική επικοινωνία με συγγενείς, στις γιορτές, σε αρραβώνες, γάμους, βαφτίσια, κηδείες, αλλά και με άλλους κατοίκους του χωριού του στην πατρίδα και μάθαινε τα νέα.

Η οργή του ήταν μεγάλη, όταν τον πληροφόρησαν κάποτε ότι κατέβασαν τον μύλο. Ότι γκρέμισαν τον πέτρινο μύλο, στην είσοδο του χωριού, για να φαρδύνουν -λέει- τους δρόμους εκατέρωθεν. Πάντως το τι μεταλλάξεις υφίστανται οι πληροφορίες όταν κυκλοφορούν σαν φήμες είναι εκπηκτικό.Στον χείμαρο των πληροφοριών από τους καλοθελητές, ούρλιαζε όταν το πληροφορήθηκε και έβριζε τις αρχές του χωριού, σαν κοντόφθαλμες και πανηλίθιες, που έφθασε να καταστρέψουν ένα μνημείο. Γιατί ο μύλος ήταν μνημείο. Με τεράστιους πετρόχτιστους τοίχους και δοκάρια από χοντρούς πελεκητούς κορμούς, δεμένους αριστοτεχνικά με την πέτρα, να αποσβένουν τους κραδασμούς, όταν οι μηχανές με το πατ – πατ, με τα λουριά, τους ιμάντες, γύριζαν με τους μηχανισμούς τους τις μυλόπετρες και σείονταν ο τόπος. Τις μυλόπετρες τις χάραζε από τα νιάτα του ο πατέρας. Ποτέ δεν κατάλαβε πώς πήρε στα χέρια του την ιδιοκτησία ο ξάδερφος. Ήταν αυτός ο άτεκνος ξάδερφος, που στη διαθήκη του άφησε τον αραχνιασμένο παμπάλαιο μύλο στον Δήμο. Και αυτοί εκεί οι ανεγκέφαλοι τον γκρέμισαν, γεμίζοντας και βουλώνοντας με τα πολύτιμα υλικά τα δύο βαθιά πηγάδια του, όσα δεν τα βρήκαν χρήσιμα να τα αρπάξουν. Τι τα θες, σκεφτόταν, οι αρχές του τόπου χρειάζεται να έχουν ευφυΐα, ευρύτητα πνεύματος, ευαισθησίες, υψηλό ηθικό και ηθική και να υπάρχει νοιάξιμο για τα πολιτισμικά του κάθε τόπου και την ιστορία του. Αντί γι΄ αυτό, έβλεπε τι γινόταν στην πραγματικότητα. Κι άξαφνα μια άλλη σκέψη του ΄ρχονταν από τα κατάβαθα της ψυχής, να τον ελέγξει για τα δικά του πολύ προσωπικά φερσίματα. Τις φυγές του, τις αναβολές και την υστερόβουλη και συνάμα την από καρδιάς αγαθοεργία. Όταν έμαθε για την επίστρωση των δρόμων με τσιμέντο και πλάκες, λυπήθηκε που καταστράφηκαν, αντί να συντηρηθούν τα καλντερίμια. Λυπήθηκε για την καταστροφή, λυπήθηκε που δεν ήταν εκεί να αποτρέψει το κακό. Όταν του ΄στελναν φωτογραφίες με τα καινούργια σπίτια που αντικατέστησαν γκρεμίζοντας τα παλιά, αρρώστησε, έπαθε κατάθλιψη, με το άθλιο καρακιτσαριό. Τότε αποφάσισε να αγοράσει -σε τσουχτερή τιμή είναι αλήθεια- τα υπόλοιπα μερίδια των κληρονόμων του πατρικού του σπιτιού, του 1911. Ήταν πια δικό του και διαμήνυσε εκεί στον Δήμο, ότι προτίθεται να τους το κάνει δωρεά, με απαράβατο όρο την διατήρησή του, να μείνει κάτι από την ιστορία, την λαογραφία και την αρχιτεκτονική του τόπου.

Το ταξί άρχισε ήδη να σκαρφαλώνει στο βουνό. Πάνω μακριά αχνοδιαγράφονταν το χωριό.

Είδε με τα μάτια της ψυχής το πατρικό  του σπίτι. Να ορθώνεται αγέρωχα, σύριζα στο δρόμο, πετρόχτιστο. Με το ισόγειο, τον ημιόροφο με το εσωτερικό μπαλκόνι και τον πάνω όροφο. Μπαίνοντας απ΄ τη βαριά δίφυλλη πόρτα του κήπου, δεξιά ήταν το σπίτι. Είδε με τη φαντασία τη δίφυλλη ξυλόγλυπτη εξώπορτα, με τον τεράστιο φεγγίτη από πάνω, ακριβώς κάτω από το εξωτερικό μπαλκόνι, που έβλεπε στον κυρίως κήπο. Στο ισόγειο ήταν εντυπωσιακό το εσωτερικό καλντερίμι. Δεξιά ήταν ένας μεγάλος ελεύθερος χώρος, φωτισμένος απ΄ τα παράθυρα ψηλά, και έβλεπε εκεί ο ημιόροφος. Στο βάθος του ήταν η βαριά εξωτερική χαμηλή πίσω πόρτα, στον πανέμορφο ασβεστωμένο πετρόχτιστο τοίχο, που οδηγούσε στην πλάγια αυλή, με τον πέτρινο φούρνο, το κοτέτσι, το κουμάσι με το γουρούνι για τα Χριστούγεννα και την άλλη όμορφη δίφυλλη ξύλινη εξώπορτα της αυλής, με τα μεγάλα χειροποίητα πομπέ καρφιά. Και αριστερότερα της πίσω εξώπορτας, οι αποθηκευτικοί χώροι και η βαρέλα με το κρασί. Μπαίνοντας από την κυρία είσοδο, αριστερά ήταν ένα τεράστιο δωμάτιο, όπου ήταν αποθηκευμένα το στρόγγυλο τραπέζι, που η μητέρα έπλαθε το ψωμί και τις πίτες του Σαββάτου, τη βασιλόπιτα και τα τσουρέκια, οι πινακωτές για το ψωμί, μια ξύλινη σκάφη για το ζύμωμα, το γανωμένο καζάνι για τα τραχανά, τα πέταρα και άλλες χρήσεις, τεράστιες κουτάλες και άλλα πράγματα.    Απέναντι  ξανάβλεπε την ξύλινη σκάλα, που οδηγούσε στον ημιόροφο, με το εσωτερικό μπαλκόνι και τα δυο δωμάτια. Ένα μεγάλο που μαζεύονταν και κοιμόταν τότε στρωματσάδα αυτός και τ΄ αδέρφια του και ένα άλλο, που είχε ο πατέρας σε πολλά ξύλινα ράφια τα βιβλία, το ταμπάκο και τις πίπες. Υπήρχαν ακόμα, ένα τραπέζι με την γκαζόλαμπα κι ένα λαμπούδι, μια αναπαυτική καρέκλα, ένας κόκκινος βελούδινος καναπές και το καναπεδάκι που αναπαύονταν το μαντολίνο. Αυτό το δωμάτιο ήταν χαμηλοτάβανο, γιατί έστριβε η σκάλα για τον πάνω όροφο. Παραδίπλα, μετά τη σκάλα που οδηγούσε πάνω, ήταν μια πόρτα, που ένας διάδρομος οδηγούσε στην εσωτερική τουαλέτα. Εκεί βρίσκονταν ο καθρέφτης με την καλημέρα και ο νιπτήρας με το βρυσάκι. Ανεβαίνοντας τη σκάλα, έβγαινες στην ψηλοτάβανη σάλα με τα μιντέρια, το μικρό πιάνο με το φυσερό, δώρο του θείου απ΄ την Αμερική και το μαγκάλι καραβάκι. Έβλεπες ανεβαίνοντας, να αστράφτουν το ξύλινο πάτωμα και το ξύλινο ταβάνι. Απέναντι ήταν το παράθυρο που έβλεπε στον δρόμο. Δεξιά, το δωμάτιο των γονιών με τα τέσσερα παράθυρα και το τζάκι. Δίπλα, ένας διάδρομος που έβγαζε στο μπαλκόνι, που ΄βλεπε στην κύρια αυλή. Παραδίπλα ήταν η καλή κάμαρα, για τις γιορτές. Στ΄ αριστερά της σκάλας ήταν η τάβλα  που την σκέπαζε. Πάνω της δέσποζε το ράδιο με τις τεράστιες μπαταρίες, ενώ στο συρτάρι φυλάσσονταν τα καλά κουταλοπήρουνα. Παραπέρα η κουζίνα με το μαγειρειό, με την πυροστιά και τις τσιμπίδες, κάτω από την ψηλή καμινάδα. Δίπλα, το δωμάτιο που έβλεπε στον πίσω κήπο, με τη δίφυλλη πόρτα με τα περίτεχνα μπρούντζινα επιμήκη πόμολα και τον βιτρό φεγγίτη, κάτι σαν τραπεζαρία και πολυχώρος, που μοσχομύριζε, γιατί εκεί η μητέρα αποθήκευε μυρωδικά και τα γλυκά του κουταλιού. Παραδίπλα, το πιο όμορφο δωμάτιο, αυτό των κοριτσιών με το τζάκι, με τα τέσσερα παράθυρα, που έβλεπε στον δρόμο και στην διπλανή αυλή και είχε θέα διαγώνια στην πλατεία. Ο κήπος αγκάλιαζε το σπίτι από τις τρεις πλευρές, περιβάλλονταν από πέτρινο δίμετρο αυλόγυρο με υπερυψωμένη την μεγάλη αυλή, εκτός από τον χώρο που ήταν ίσα με τον δρόμο και οδηγούσε από την κυρία εξώπορτα του κήπου στο σπίτι, με δεξιά την κυρία του είσοδο και αριστερά πέτρινα σκαλοπάτια για τον κήπο. Απέναντι έβλεπες την στέρνα, με το σύστημα  υδραγωγών που την γέμιζαν τον χειμώνα με βρόχινο καθαρό νερό απ΄ τα κεραμίδια. Ήταν ένας μεγάλος υδατοσυλλέκτης για τις ανάγκες του σπιτιού και του κήπου και το ψυγείο της εποχής. Πίσω του το πλυσταριό. Κάτω καλντερίμι. Το πατρικό του σπίτι. Ουσιαστικά ένα απολιθωμένο μουσείο, γεμάτο παραδόσεις.

Πρέπει να διατηρούνται οι μνήμες, σκέφτηκε για άλλη μια φορά, με το παρελθόν να είναι παρόν σαν βάση, με τα χτίσματα. Χωρίς αυτά, μπορεί όλα να μοιάζουν κοπανιστός αέρας. Η λαογραφία και η ιστορία χρειάζονται απτά  ερείσματα. Αυτά, μαζί με τις σχέσεις με τους ανθρώπους, την γλώσσα και τα ζωντανά, αποτελούν τις ρίζες. Όλα αυτά σε κάνουν να υπερασπίζεσαι τον τόπο σου, με τον δικό του ουρανό και τον δικό του ήλιο. Το σπίτι σου με τα δένδρα, τον κισσό, τα γιασεμιά, τις πασχαλιές, τα μυρουδικά και τα λουλούδια, η γειτονιά, το χωριό σου με τις εκκλησιές, τα σχολειά, το νεκροταφείο και τα άλλα μνημεία, τα αμπέλια, τα χωράφια, αποτελούν τον χώρο που ζει η ύπαρξή σου και νοερά στηρίζεται η ψυχή, όταν λείπεις μακριά. Όταν τα αγαπάς σου λείπουν, παρότι ίσως στην δεύτερη πατρίδα να ζεις πολύ καλά.
Ένοιωσε ένα κύμα θυμού να τον πλημμυρίζει, σκεφτόμενος τον μύλο.
Θυμήθηκε την φράση <<Πάντα η Ελλάδα με πληγώνει>>. Όμως δεν πληγώνει η Ελλάδα, ούτε είναι αυτή που τρώει τα παιδιά της. Αυτό το κάνουν, σκέφτηκε, οι ανεγκέφαλοι και τα κάθε είδους και προέλευσης τρωκτικά, που λυμαίνονται τον τόπο. Αυτοί είναι που κυνηγούν τους ανθρώπους που είναι δημιουργοί, αλληλέγγυοι, φιλόξενοι, που αγαπούν τον τόπο τους σαν αληθινοί πατριώτες και πολλοί αναγκάζονται να φύγουν, να βρουν αλλού προκοπή. <<Κι εγώ>>, συνέχισε τη σκέψη του, <<τι κάνω εγώ, που έφυγα και το παίζω κριτής και ευεργέτης;>> Όμως ήταν πραγματικά ευεργέτης, παρόλο που απεχθανόταν αυτόν τον όρο. Ένοιωθε απέχθεια, γιατί θεωρούσε ότι πίσω από τη λέξη αυτή και ιδίως πίσω από την υποτιμητική  λέξη ελεημοσύνη, μπορεί να κρύβονταν πολλά μη αγαθά και εντελώς ιδιοτελή, πονηρά ή και πολύ ύποπτα πράγματα, που δεν είχαν καμιά σχέση με την προσφορά και την πραγματική αλληλεγγύη.

Έχοντας παραδώσει τα ηνία των επιχειρήσεων στα παιδιά και διαθέτοντας ελεύθερο χρόνο, άρχισε να παρακολουθεί συστηματικά τις ειδήσεις και να τις ακούσει από την ΕΡΤ. Να ακούει όπως τόσα χρόνια στα ελληνικά. Να ακούει την φωνή της Ελλάδας. Ένοιωθε την ΕΡΤ και τα άλλα κανάλια, σαν τον ομφάλιο λώρο, να τον συνδέουν με την μητέρα Πατρίδα. Και ξαφνικά ήρθε το μαύρο, η διακοπή της φωνής της Ελλάδας, κάτι σαν θάνατος. Εξοργίστηκε με το συμβάν, θύμωσε πολύ, αγανάχτησε με τις δικαιολογίες.

Τώρα ανέβαινε στο χωριό, γεμάτος εμπειρίες, γνώση, χρήματα, δύναμη, να κάνει αισθητά ζωντανή την παρουσία του, αλλά δυστυχώς γεμάτος και με πολλά  χρόνια, να αναπληρώσει σε ένα μήνα το δυσαναπλήρωτο κενό δεκαετιών. Το κενό μιας ολόκληρης ζωής.  Στην πραγματικότητα θα ΄ταν ένα ταξίδι προσκύνημα και ταυτόχρονα το τελευταίο ταξίδι στον τόπο του, ουσιαστικά να τακτοποιήσει τις εσωτερικές του υποθέσεις.
Τότε είδε από μακριά τον σχεδόν κάθετο βράχο της αναρρίχησής τους, όταν καραδοκούσε ο θάνατος και πήρε τον έναν τους. Τον πλημμύρισε συγκίνηση. Θόλωσαν τα μάτια του. Ένας πνιγμένος λυγμός του έφερνε ασφυξία. Πλησιάζοντας, ζήτησε να σταματήσει το ταξί να κατουρήσει, γιατί του ΄ρθε επιτακτικά η ανάγκη. Να πάρει ανάσα. Ο οδηγός σταμάτησε και γύρισε διακριτικά. Εκείνος χρειάστηκε να πιαστεί απ΄ την πόρτα μόλις σηκώθηκε, γιατί του ΄ρθε ζαλάδα. Περπάτησε σχεδόν παραπατώντας μέχρι το σύδενδρο μπροστά στα γκρέμια που ορθώνονταν απειλητικά και εκεί λύθηκαν τα πόδια του. Ξανάδε τη φοβερή σκηνή με τον αδερφό, να γραπώνει δυνατά το απλωμένο χέρι του, φωνάζοντας με την ψυχή στο στόμα <<κράτα με>> κι αμέσως μετά, που τα χέρια δεν άντεξαν και γλίστρησαν λύνοντας τον δεσμό, ξανάκουσε την σπαραχτική, την τρομακτική κραυγή κι ύστερα τον ανατριχιαστικό γδούπο, στο στόμα του χάρου που τον κατασπάραζε. Θάθελε τότε νάναι ο ίδιος στη θέση του αδελφού.

Ο ταξιτζής ανησύχησε που καθυστερούσε ο πελάτης. Τελικά σηκώθηκε να τον φωνάξει. Μην παίρνοντας απάντηση, τον αναζήτησε. Ο γέρος κείτονταν πεσμένος ανάσκελα, με τα μάτια ορθάνοιχτα, ακίνητα, κοιτάζοντας ψηλά κατά τα γκρέμια.