«Σκρήν, Δημήτρη, Σκρήηην», ούρλιαξε ο προπονητής από τον
πάγκο στην πλάγια γραμμή του γηπέδου, ενώ το μουστάκι του κόντευε να ξεκολλήσει
από την υπερένταση. Το ψηλόλιγνο αγόρι με τις επιγονατίδες, κάλυψε με το σώμα
του τον συμπαίκτη του. Εκείνος, ελεύθερος πια από το
μαρκάρισμα του αντίπαλου,
έκανε ένα αβίαστο σουτ και η μπάλα έπεσε απαλά μέσα στο καλάθι. Οι λιγοστοί
θεατές στις κερκίδες του γηπέδου του Βυζαντινού Αθλητικού Ομίλου τινάχτηκαν από
τις θέσεις τους. Το παιχνίδι τελείωσε με νίκη του Τυφώνα. Ωστόσο, το πρωτάθλημα
είχε ακόμη μακρύ δρόμο.
Η δεκαετία του ’80 είχε μόλις ανατείλει. Δεν είχαν περάσει
ούτε επτά μήνες από τότε που ο Δημήτρης είχε εκδώσει δελτίο αθλητή στην ομάδα
της γειτονιάς του. Πόσο γοργά χτυπούσε η καρδιά του όταν γύρισε σπίτι με μια
κατακόκκινη στολή, που είχε το νούμερο 5 στην πλάτη; Το διάλεξε για να μοιάσει
στον «αυτοκράτορα» του ελληνικού μπάσκετ. Είχε την αφίσα του Βασίλη Γκούμα πάνω
από το κρεβάτι του. Μαζί με τις αφίσες του Καστρινάκη, του Μάνθου Κατσούλη, του
Κορωναίου, του Χάρη Παπαγεωργίου. Είχε γεμίσει με αστέρια του μπάσκετ το
δωμάτιο του. Είχε αστέρια και στα πάνινα βυσσινί αθλητικά του παπούτσια. Τα
είχε αγοράσει μαζί με ένα ζευγάρι κάτασπρες αθλητικές κάλτσες μέχρι το
γόνατο.
Το σπόρ αυτό δεν ήταν τότε διαδεδομένο. Οι περισσότεροι
αγώνες γίνονταν ακόμη σε ανοικτά γήπεδα με ξεθωριασμένες μπασκέτες, καμία φορά
σε άσχημες καιρικές συνθήκες. Τα ξύλινα παρκέ της Ευρώπης και της Αμερικής ήταν
σχεδόν άγνωστα. Τα τρίποντα δεν είχαν ακόμη επινοηθεί. Η Ελλάδα του 1980 έπαιζε
μπάσκετ από χόμπι.
Ωστόσο, σιγά σιγά η πορτοκαλί μπάλα έμπαινε περισσότερο στη
ζωή των Ελλήνων. Ο Νέος Κόσμος έστειλε τον Νίκο Γκάλη. Έστειλε και τα βίντεο με
τις τιτανομαχίες των σπουδαιότερων αθλητών της γης που ξεδίπλωναν το σπουδαίο
ταλέντο τους στα παιχνίδια Ανατολής- Δύσης και στους πολλαπλούς τελικούς
ανάμεσα στις ομάδες του Λος Άντζελες και της Βοστώνης. Πόσα πρωινά της Δευτέρας
στο σχολείο δεν προσπάθησε ο Δημήτρης να μιμηθεί μια πάσα ή μια προσποίηση που
είχε δει στο Σαββατιάτικο μαγνητοσκοπημένο παιχνίδι στην ΕΡΤ, που περιέγραφε με
τη χαρακτηριστική βαθιά φωνή του ο Φίλιππος Συρίγος;
Η σειρά των αγώνων στο πρωτάθλημα των παιδικών ομάδων ήταν
ατελείωτη. Ατελείωτες ήταν και οι προκλήσεις καθώς η μικρή συνοικιακή ομάδα
είχε να αντιμετωπίσει βαριά ονόματα: ΠΑΟΚ, Άρης, ΧΑΝΘ. Άλλοτε με νίκες, άλλοτε
πάλι με ήττες, κατάφερνε πάντοτε να αγωνίζεται με αξιοπρέπεια. Ώσπου, ήρθε η
ώρα ενός κρίσιμου παιχνιδιού που θα έκρινε την συμμετοχή της ομάδας του στα
προημιτελικά.
Ο Δημήτρης ήταν πολύ καλός σε εκείνον τον αγώνα. Έτρεχε,
πηδούσε για το ριμπάουντ, σημείωνε καλάθια. Η αντίπαλη ομάδα, όμως, ήταν
πανίσχυρη. Σε ολόκληρο το παιχνίδι η έκβαση ήταν αμφίρροπη. Ο αγώνας έληξε
ισόπαλος. Ακολούθησε η παράταση. Λίγο πριν το τέλος, ο Δημήτρης πήρε την μπάλα
κοντά στο καλάθι. Προσποιήθηκε ότι θα σουτάρει και τελικά πάσαρε την μπάλα σε
ένα συμπαίκτη του. Εκείνος αστόχησε. Ο αγώνας έληξε. Η ομάδα του έχασε την
ευκαιρία να προκριθεί. Οι κόποι δεν φέρνουν πάντοτε αποτέλεσμα.
Η ώρα είχε περάσει. Έφυγαν οι λιγοστοί θεατές. Έμεινε μόνο η
Κατερίνα, που πλησίασε στον πάγκο του ανοικτού γηπέδου. Κάθισε δίπλα στον
Δημήτρη. Η κόκκινη φανέλα του ήταν ακόμη μούσκεμα. Πέρασε το χέρι της πίσω από
την πλάτη του και το ανέβασε αργά, σχεδόν νωχελικά. Τα δάκτυλα της ταξιδέψαν
μέσα στα ιδρωμένα μαλλιά του. Μισόκλεισε για λίγο τα μάτια του. Στην οθόνη του
μυαλού του πέρασαν όλα: οι πολλές ώρες που ξόδεψε στην προπόνηση, το περιοδικό
«Σούπερ Μπάσκετ» που διάβαζε, τα παγωμένα αποδυτήρια, όπου φορούσε τη φόρμα
του, οι αγώνες του αμερικανικού πρωταθλήματος που παρακολούθησε. Οι θυσίες που
απαιτούνται για τη διάκριση.
Όταν άνοιξε τα μάτια του, ένιωσε λες και η Κατερίνα δεν ήταν
πια δίπλα του. Ο φύλακας είχε σβήσει τα φώτα. Το φεγγάρι, εκείνη τη βραδιά είχε
ένα ασυνήθιστο πορτοκαλί χρώμα. Ήταν σα να είχε ακινητοποιηθεί πάνω από τη
μπασκέτα. Η πρόκληση τον μαγνήτισε. Λύγισε τα γόνατα και πήδηξε ψηλά. Τα χέρια
του έφτασαν ψηλότερα από τα 3,05 μέτρα. Έπιασε γερά εκείνη την πορτοκαλί μπάλα
και την κάρφωσε με δύναμη στο καλάθι. Όπως στα όνειρα του.