Πανέμορφη η χώρα μου, εξοχικό των Θεών.
Στη γαλάζια αύρα των βουνών, συμπλέκονται ουρανός και θάλασσα
με το παιγνίδισμα του μπλε και του άσπρου. Η γαλανόλευκη. Πέτρες, χώμα και μάρμαρο και η πινελιά του πράσινου, με άγγελους και διάβολους μαζί. Το καλό και το κακό στην ατέρμονα σύγκρουση. Και οι γηγενείς ζαλισμένοι να καλούνται να επιλέξουν. Παίζοντας με τις λέξεις, που ομορφαίνουν, που θεώνουν, που τσακίζουν, που ματώνουν. Παίζοντας με την γλώσσα, που μου την έδωσαν ελληνική. Κώδικα ζωής, χάρις, δώρο στον άνω θρώσκοντα. Αφουγκράζομαι τον ύμνο με συγκίνηση. Και τα κόκκαλα των προγόνων, διάσπαρτα σε διαστρωματώσεις παντού, να καλούν στη δική τους βουβή γλώσσα. Να διαλαλούν για το χρέος, για κάθε σπιθαμή ελληνικής γης, θάλασσας και ουρανού. Και είναι να επιλέξω. Είτε σαν άνθρωπος, είτε σαν ερπετό. Να υπάρχω είτε σαν δημιουργός θεός, είτε σαν εφιαλτικός διάβολος. Η ανάγκη που κινεί τα πάντα, Λυδία λίθος και δικαιολογία άριστη. Ο θάνατος που καραδοκεί, να δίνει νόημα στη ζωή και στις αποφάσεις.
Εγώ χρειάζεται να νοιώσω το χρέος και να πάρω μιαν απόφαση, έναν δρόμο, δρόμο ίσως χωρίς επιστροφή. Εύχομαι να μην το μετανοιώσω.