Χαράματα της 27ης Μαΐου 1963, πριν από ακριβώς πενήντα χρόνια, η Θεσσαλονίκη ξύπνησε με τα μεγάφωνα να μεταδίδουν το φοβερό μήνυμα.
Το αίμα του γεννημένου στις 3 Απριλίου του 1912 στην Κερασίτσα της Αρκαδίας Λαμπράκη, είχε βάψει την άσφαλτο στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου της
Θεσσαλονίκης, πέντε μέρες νωρίτερα, στις 22 Μαΐου 1963, στις 21.50΄.
Έναν μήνα νωρίτερα, Κυριακή, 21 Απριλίου (τι σύμπτωση, στ’ αλήθεια!), ο Γρηγόρης Λαμπράκης πραγματοποιούσε μόνος του την Πρώτη Μαραθώνια Πορεία Ειρήνης.
Η αντίστροφη μέτρηση είχε αρχίσει…
Το δολοφονικό σχέδιο θα έμπαινε σε εφαρμογή έναν μήνα αργότερα, όταν έγινε γνωστό πως ο Λαμπράκης θα ήταν ο βασικός ομιλητής σε εκδήλωση που διοργάνωνε η «Ελληνική Επιτροπή δια την Διεθνή Ύφεσιν και την Ειρήνην» στη Θεσσαλονίκη.
Ένα καλά προετοιμασμένο σχέδιο, που τα περιλάμβανε όλα:
Ο Λαμπράκης έπρεπε να περπατήσει στον δρόμο, ώστε να καταστεί δυνατή η εναντίον του επίθεση.
Για τον σκοπό αυτό, ο παρακρατικός μηχανισμός χρησιμοποίησε όλα τα μέσα προκειμένου ο ιδιοκτήτης της αίθουσας «Πικαντίλι» να ακυρώσει την κράτηση.
Η συγκέντρωση μεταφέρθηκε στην αίθουσα του Δημοκρατικού Συνδικαλιστικού Κινήματος, στη διασταύρωση των οδών Ερμού και Βενιζέλου.
Στην ίδια πλευρά της οδού Ερμού, αμέσως μετά την μικρή οδό Σπανδωνή, από όπου εφόρμησε το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη, βρισκόταν το ξενοδοχείο «Κοσμοπολίτ», όπου είχε καταλύσει ο Λαμπράκης.
Επομένως, ήταν βέβαιο ότι ο βουλευτής θα περπατούσε μετά την εκδήλωση με κατεύθυνση το ξενοδοχείο του.
Βέβαιο; Όχι και τόσο. Ουδείς μπορούσε να εγγυηθεί ότι ο Λαμπράκης και οι φίλοι του δεν θα επιβιβάζονταν σε κάποιο αυτοκίνητο, προκειμένου να δειπνήσουν σε κάποιο εστιατόριο.
Αλλά και αυτό το ενδεχόμενο είχε ληφθεί υπόψη από τους παρακρατικούς.
Κατά την είσοδό του στα γραφεία του ΔΣΚ, δύο σωματώδεις παρακρατικοί πλησίασαν τον Λαμπράκη και του κατάφεραν δύο γερά και σταθερά χτυπήματα στο κεφάλι.
Χτυπήματα που του προκάλεσαν οίδημα και διάσειση. Έτσι, ήταν βέβαιο ότι μετά την εκδήλωση, ο Λαμπράκης δεν θα ήταν σε θέση να συνεχίσει τη βραδιά, αλλά θα επιθυμούσε να επιστρέψει αμέσως στο ξενοδοχείο για να ξεκουραστεί και να συνέλθει από τα βαριά χτυπήματα.
Η δολοφονία πραγματοποιήθηκε στο πλαίσιο μιας παράνομης «αντισυγκεντρώσεως αντιφρονούντων», που παρέμειναν ασχημονούντες καθ’ όλη την διάρκεια της ομιλίας του Γρηγόρη Λαμπράκη.
Το «τροχαίον ατύχημα» και το «μηχανοκίνητο τάγμα»
Στις 9.50΄ συνέβη το «τροχαίον ατύχημα».
Και εδώ, όλα ήταν καλά σχεδιασμένα. Κατά την έξοδο του Λαμπράκη από το κτίριο, μια ομάδα «αντιφρονούντων» από το απέναντι πεζοδρόμιο κινήθηκε απειλητικά εναντίον του.
-Να τους! Έρχονται πάλι!, ακούγεται η φωνή του Λαμπράκη.
Αλλά δεν έρχονταν. Αυτό που ερχόταν ήταν το τρίκυκλο. Απλώς η ομάδα χρησιμοποιήθηκε για να αποσπάσει την προσοχή του Λαμπράκη και να μην προσέξει το δολοφονικό τρίκυκλο.
Το τρίκυκλο, με οδηγό τον Γκοτζαμάνη και τον Εμμανουηλίδη στην καρότσα, εκτοξεύθηκε από την οδό Σπανδωνή, χτύπησε τον Λαμπράκη, πέρασε από πάνω του και ανέπτυξε ταχύτητα με δύο ανθρώπους να παλεύουν πάνω στην καρότσα του – ο Εμμανουηλίδης και ο Χατζηαποστόλου, ο επιλεγόμενος και «Τίγρης», που πρόλαβε να πηδήξει στην καρότσα και πάλεψε για να συλλάβει τους δολοφόνους.
Για τις «ανάγκες» του μεγάλου αυτού πολιτικού εγκλήματος, είχε επιστρατευθεί αυτό που οι δημοσιογράφοι οι οποίοι ερεύνησαν την υπόθεση (Βούλτεψης, Μπέρτσος, Ρωμαίος) ονόμασαν «μηχανοκίνητο τάγμα»:
Το τρίκυκλο του Γκοτζαμάνη, δύο μοτοσακό, που βρίσκονταν, λίγο πριν από το έγκλημα, πάνω στην καρότσα του τρικύκλου του Γκοτζαμάνη, η μοτοσικλέτα ενός «εθνικόφρονος ελασίτου», ένα τζιπ, ένα μικρό φορτηγό, ένα φολκσβάγκεν, μαύρες κούρσες με «αλλοδαπές» πινακίδες, ακόμη και ποδήλατα.
Όλα αυτά κινήθηκαν στην περιοχή την ώρα του εγκλήματος, προξενώντας κομφούζιο και διευκολύνοντας την διαφυγή των δολοφόνων.
Όλα όσα ακολούθησαν, αποτελούν τον ιστό ενός αστυνομικοπολιτικού θρίλερ που αποτελεί ένα ακόμη αιματηρό κεφάλαιο στη σύγχρονη ελληνική τραγωδία.
Η δημοσιογραφική έρευνα – διότι εκείνη την εποχή στη Θεσσαλονίκη η ελληνική δημοσιογραφία τίμησε το όνομα και την αποστολή της – κατέδειξε ότι το τρίκυκλο ήταν της χούντας.
Η δολοφονία του Λαμπράκη απέβλεπε στην πτώση της κυβέρνησης του Κωνσταντίνου Καραμανλή (ιστορικό πλέον το ερώτημά του «ποιος κυβερνά αυτόν τον τόπο;») και τελικά στην πτώση του κοινοβουλευτισμού και στην επιβολή της δικτατορίας.
Και αυτό συνέβη επειδή είχε αναπτυχθεί μια αυτόνομη (ή αυτονομημένη) παραμιλιταριστική δραστηριότητα, που είχε τις ρίζες της στον φασισμό και τον ναζισμό, με πρωταγωνιστές τους συνεργάτες των Γερμανών.
Στο βιβλίο του «Υπόθεση Λαμπράκη» (που σύντομα θα διανεμηθεί), ο Γιάννης Βούλτεψης αναφέρει πως η δολοφονία Λαμπράκη θα μπορούσε να είχε γίνει ο τελευταίος σταθμός μιας ανώμαλης πορείας που εμποδίστηκε χωρίς να φθάσει στην καταστροφή.
Αλλά, αναφέρει ο ερευνητής της υπόθεσης, αυτό προϋπέθετε το ότι οι πολιτικές δυνάμεις της χώρας θα αποκτούσαν εγκαίρως συναίσθηση του έρποντος κινδύνου και θα έπαυαν να μάχονται με τα μάτια κλειστά μεταξύ τους, αδιαφορώντας γι’ αυτό που αδυσώπητα ερχόταν.
Και αυτό που ερχόταν ήταν η χούντα, μέρος της προετοιμασίας της οποίας ήταν και το έγκλημα στη Θεσσαλονίκη.
Απόδειξη ότι μόλις επιβλήθηκε η δικτατορία, ο ανακριτής της υπόθεσης Χρήστος Σαρτζετάκης και οι δημοσιογράφοι που έφεραν στο φως συγκλονιστικά στοιχεία (εντοπίζοντας οι ίδιοι τους μάρτυρες και τους παρακρατικούς και οδηγώντας τους στον ανακριτή), διώχθηκαν, φυλακίστηκαν και εκπατρίστηκαν.
Αντίθετα, όλοι οι άλλοι πρωταγωνιστές του δράματος βρέθηκαν σε καίριες θέσεις, έγιναν υπουργοί, προήχθησαν τιμητικώς (και… αναδρομικώς), βρέθηκαν όλοι σε υψηλότατα αξιώματα.
Το παρακράτος (όπως και το τρίκυκλο) ήταν δικό τους…
Και κάτι ακόμη: Εκείνο το μαγιάτικο βράδυ του 1963, ο άνθρωπος που προχώρησε προς το σταυροδρόμι όπου ενέδρευε ο θάνατος, είχε ολοκληρώσει την ομιλία του με τη φράση:
Μακάριοι οι Ειρηνοποιοί…