Του Δημήτρη Μάρδα
Καθηγητή Τμήματος
Οικονομικών Επιστημών του ΑΠΘ
Αυτό δε θα συνέβαινε, αν μαζί με τις μεγάλες συστημικές
ονομαζόμενες τράπεζες, λειτουργούσε ένας σημαντικός αριθμός τραπεζών μικρού ή μεσαίου
μεγέθους στη χώρα. Η Ελλάδα όμως είναι η μόνη χώρα της ΕΕ, με ένα ιδιαίτερο
μικρό αριθμό τέτοιων τραπεζών, (σε σύνολο 17 τακτικών μελών στην Τράπεζα της
Ελλάδας συν τις συνεταιριστικές) γεγονός που ισχυροποιεί τη θέση των λίγων
μεγάλων, σε βάρος φυσικά του ανταγωνισμού.
Η συγκεκριμένη όμως συγχώνευση, αν πραγματοποιούταν (ή αν
τέλος πραγματοποιηθεί μετά την
ανακεφαλαιοποίηση των δυο τραπεζών χωριστά) θα αναδείκνυε ένα άλλο πρόβλημα: Την
ισχυροποίηση των ήδη υφιστάμενων ολιγοπωλιακών τάσεων στην τραπεζική αγορά,
καθώς η Εθνική-Eurobank θα τραβούσε στο χώρο των συγχωνεύσεων και τις υπόλοιπες. Και
όλη αυτή η εξέλιξη, θα λειτουργούσε εύλογα σε βάρος της πραγματικής οικονομίας,
καθώς ένας μικρός αριθμός τραπεζών, μπορεί να κάνει το δικό του παίγνιο,
επιβάλλοντας απεχθείς όρους σε βάρος των δανειζομένων.
Αντίθετα, αν ο αριθμός των τραπεζών ενός μικρού ή μεσαίου
μεγέθους παρέμενε υψηλός, όπως και στην υπόλοιπη ΕΕ, τότε ακόμη και αν κατέληγε
η όλη αυτή εξέλιξη στη συγχώνευση των δυο μεγάλων τραπεζών, ο ανταγωνισμός θα
λειτουργούσε διαφορετικά.
Αρμόδιος για να κρίνει την οποιαδήποτε συγχώνευση στην ΕΕ,
που υπάγεται στο πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού της ΕΚ 139/2004, είναι η Γενική
Διεύθυνση Ανταγωνισμού της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Η Ελλάδα κατέθεσε μια
προ-κοινοποίηση της επίμαχης συγχώνευσης στην Επιτροπή, που απέσυρε όμως το
Νοέμβριο του 2012, καθώς μάλλον κρίθηκε ότι η τελευταία ήταν εκτός των ορίων
εφαρμογής του εν λόγω Κανονισμού, παρά τις αντίθετες απόψεις επί του θέματος.
Αυτό θα μπορούσε να ερμηνεύει και τη δήλωση για «ουδέν σχόλιον» εκ μέρους του
εκπροσώπου Τύπου της Επιτροπής, όταν ερωτήθηκε για τη θέση της τρόικας
αναφορικά με την μη έγκριση της συγκεκριμένης συγχώνευσης.
Η λύση της μη συγχώνευσης, αν και δεν περιορίζει τον ανταγωνισμό,
θέτει εύλογα από την άλλη, ερωτήματα για την επιβίωση των δυο ή μιας εκ των δυο
τραπεζών. Αυτό θα συμβεί, στην περίπτωση που επαληθευτεί η αδυναμία
συγκέντρωσης των απαραίτητων ιδιωτικών κεφαλαίων που απαιτούνται, για την
ανακεφαλαιοποίησή τους. Κατά την πρώτη ημέρα αμέσως μετά την ανακοίνωση της μη
συγχώνευσης και τις φήμες περί αδυναμίας συγκέντρωσης των κεφαλαίων που χρειάζονταν
να βρουν οι τράπεζες από την αγορά, το χρηματιστήριο γνώρισε την αναμενόμενη
αρνητική εξέλιξη. Οι όποιες ευνοϊκές στο υπό εξέταση θέμα πληροφορίες,
προκαλούν εύλογα αντίθετες προσδοκίες.
Αν αποτύχουν οι προσπάθειες των τραπεζών για εύρεση
κεφαλαίων από την αγορά, τότε το Ταμείο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα
αναλάβει πλήρως να εκπληρώσει το σκοπό αυτό, οπότε ως βασικός μέτοχος, μπορεί
να βρει διέξοδο στα όποια προβλήματα, με την πώλησή τους.
Στην περίπτωση αυτή, ο αφελληνισμός των τραπεζών είναι ante portas. Αν από την άλλη ο κύριος
αγοραστής που θα προκύψει, είναι ένα γερμανικό μεγαθήριο τότε το όλο σενάριο
παίρνει άλλη τροπή.
Στην προκειμένη περίπτωση, έπρεπε οι πεφωτισμένοι πολιτικοί
μας να είχαν κατά νου ότι η συγχώνευση Εθνικής-Eurobank δεν ήταν
εκ των προτέρων δεδομένη. Διαφορετικά, όφειλαν να είχαν καταστρώσει ένα σχέδιο
Β έγκαιρα, που θα εγγυούταν την επιβίωση των δυο ελληνικών τραπεζών, υπό το
ιδιοκτησιακό καθεστώς που ισχύει σήμερα.