ΘΕΑΤΡΟ ΤΗΣ ΕΠΙΔΑΥΡΟΥ
Κατά τον ρου της ιστορίας, θα συναντήσουμε έναν μεγάλο όγκο κατασκευασμάτων και κτιρίων που μηχανεύτηκε ο άνθρωπος για να βελτιώσει την ζωή του και να εξυψώσει το πνεύμα του. Πολύ λίγες ήταν όμως οι αρχιτεκτονικές κατασκευές που δεν έχουν ξεπεραστεί εξαιτίας των “νέων” αναγκών του ανθρώπου και έχουν παραμένει απαράλλαχτες μέχρι και σήμερα. Μια από αυτές τις αθάνατες αρχιτεκτονικές μορφές είναι και τα αρχαία ελληνικά θέατρα και αμφιθέατρα. Αν και έχουν περάσει 2.500 χιλιάδες χρόνια από την πρώτη κατασκευή τους στην αρχαία Ελλάδα, το μοτίβο κατασκευής συναντάται πλέον σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Στην αρχαία Ελλάδα το ήπιο κλίμα, οι λόφοι αλλά και το όλο κοινωνικό σύστημα πίσω από την δημοκρατία θεωρούνται τα κίνητρα για την δημιουργία των υπαίθριων θεάτρων. Κατά έναν τρόπο τα αρχαία ελληνικά θέατρα είναι η απόδειξη της ύπαρξης της δημοκρατίας αλλά και ένα από τα μεγαλύτερα αρχιτεκτονικά δημιουργήματα που εμφανίστηκαν στον αρχαίο κόσμο.
Λόγω του ότι οι παραστάσεις πραγματοποιούνταν ανά καιρούς, ήταν πολύ σημαντικό να έχουν να προσφέρουν σημαντικό θέμα, που ν’ αφορούσε τις κοινωνικές αξίες της κοινωνίας. Αν και το θέατρο ήταν μια εκδήλωση καθαρά λαϊκή, ήταν προσιτό εκτός απροόπτου, μόνο ως έκτακτο κοινωνικό γεγονός που οργανώνονταν από το κράτος στα πλαίσια δυο διονυσιακών εορτών. Των Ληναίων που τελούνταν στα τέλη του Δεκεμβρίου και κατά τα Μεγάλα Διονύσια ή εν Αστή Διονύσια που τελούνταν στα τέλη Μαρτίου με αρχές Απριλίου. Η διάρκεια των παραστάσεων δεν υπέρβαινε το τριήμερο για την πρώτη εορτή και το πενθήμερο για την δεύτερη. Λόγω του ότι λειτουργούσε το θέατρο κατά την διάρκεια των Διονύσιων εορτών, είχαν συνδεθεί οι θεατρικές εκδηλώσεις με την Διονυσιακή λατρεία και αποτελούσε την δημοφιλέστερη κοινωνική δεξίωση στην αρχαία Αθήνα.
Η πρώτη αρχαιοελληνική τραγωδία που εμφανίστηκε επίσημα σε θέατρο, εικάζεται πως ήταν το 535 π.χ επί της περιόδου τυραννίας του Πεισιστράτου. Εν τέλει, με την εγκαθίδρυση της δημοκρατίας, η ενσωμάτωση θεατρικών παραστάσεων στο επίσημο διονυσιακό εορταστικό πρόγραμμα αποτελούσε πλέον ένα γεγονός αδιαμφισβήτητο. Η δημοκρατία βρισκόταν σε περίοδο άνθησης και αυτό αφορούσε τους πάντες.
Γι’ αυτό τον λόγο ήταν πολύ σημαντικό να εξασφαλιστεί η προσέλευση όσο γίνεται μεγαλύτερου ακροατηρίου, αλλά και να επιτευχθεί η όσο γίνεται καλύτερη ακουστική του χώρου για να βιώσουν οι ακροατές καλύτερα την παράσταση. Το ότι τελούνταν οι θεατρικές παραστάσεις πριν την εαρινή περίοδο, λίγο πριν από οποιοδήποτε ναυσιπλοϊκή ή στρατιωτική επιχείρηση ήταν γεγονός, για να υπάρχει η όσον γίνεται μεγαλύτερη έλευση κόσμου — και μάλιστα εικάζεται ότι εκτός από τους -όσους τότε θεωρούνταν- Έλληνες, παρακολουθούσαν θέατρο και «βάρβαρες» φυλές που κατέφθαναν από τα γύρω κράτη. Όσον αφορά τον σχεδιασμό του χώρου, βοηθούσε τους ακροατές έτσι ώστε όλοι να μπορούν να βρίσκονται σε θέση να παρακολουθήσουν την παράσταση από τις πρώτες σειρές μέχρι και την τελευταία. Βέβαια, εκτός από την οπτική ποιότητα, υπήρχε και ακουστική ποιότητα αν και για το αποτέλεσμα δεν μπορούμε να πούμε ότι ήταν το επιθυμητό, αν και άφηνε ικανοποιημένους τους ακροατές στις παραστάσεις.
Στα επόμενα χρόνια, εμφανίστηκαν προσαρμογές στον χώρο του θεάτρου, που βελτίωναν περισσότερο την ακουστική του. Η σκηνή παρήγαγε ηχητικές ανακλάσεις, οι μάσκες των ηθοποιών ήταν έτσι κατασκευασμένες που είχαν σε μικρογραφία στο σημείο που ήταν το στόμα του ηθοποιού μια μικρογραφία μεγαφώνου, όπως και άλλαξε ο τρόπος απαγγελίας για να επιτευχθεί περισσότερη ένταση στην φωνή του ηθοποιού. Αυτές ήταν μικρές αλλαγές, που βελτίωναν όμως το τελικό αποτέλεσμα του ήχου, και έγιναν μέσα από μια διαδικασία δοκιμών και λαθών και θυμίζουν κατά πολύ το τρόπο που εξελίχθηκαν τα μουσικά όργανα. Μικρές μετατροπές στο σχήμα του οργάνου, που με την εξέλιξή τους μας έδιναν καθαρότερο και δυνατότερο αποτέλεσμα. Όσον αφορά τα αρχαία θέατρα, όμως, χρειάστηκαν αρκετά χρόνια μέχρι να δημιουργηθεί μια λειτουργική παραλλαγή ενός πρωτότυπου, μεγάλης κλίμακας, επιτυχημένου μοντέλου.
Οι πρώτες θεατρικές παραστάσεις στην αρχαία Αθήνα τελούνταν στην περιοχή της Αγοράς με την κατασκευή ικριωμάτων (ικρίων) για να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να παρακολουθήσει. Σταδιακά, το θέατρο απέκτησε την μορφή του, αποτελούμενο πλέον από τρία μέρη: το κοίλο, την ορχήστρα και την σκηνή.
Το κοίλο προοριζόταν για το κοινό και συχνά είχε μεγάλη χωρητικότητα, που υπολογίζεται κατά την Ρωμαϊκή περίοδο στους 60.000. Χωρίζεται σε δυο μέρη συνήθως, στο θέατρο και το επιθέατρο. Άλλοτε βέβαια θα συναντήσουμε ένα επιθέατρο και κάποιες φορές το κοίλο να αποτελείται από δυο μέρη.
Η ορχήστρα εμφανίζεται σε πλήρη κύκλο. Όταν υπάρχουν παρασκήνια, τότε η ορχήστρα τέμνεται από αυτόν. Το κυκλικό σχήμα προέρχεται από τον τρόπο χορού, που ήταν κυκλικός, έτσι όπως έχουν περιγραφεί οι περισσότεροι τρόποι, σε αντίθεση με την τραγωδία, την σάτιρα και την κωμωδία που η κίνηση του χορού είναι γραμμική και χαρακτηρίζεται από τους ορθογώνιους χορούς. Η μετάβαση από τον κυκλικό χορό στον γραμμικό έγινε σταδιακά και βρίσκεται σε συνάρτηση με την ανάπτυξη του δράματος, που έφτασε στην κλασική του μορφή τον 5ο αι. π.χ.
Η σκηνή είναι ένα χαμηλό ορθογώνιο κτίριο και βρίσκεται στο πίσω μέρος της ορχήστρας. Στην αρχή δεν υπήρχε σκηνή αλλά εξελίχθηκε στα επόμενα χρόνια και μπορούμε να συναντήσουμε διάφορες παραλλαγές και διαμορφώσεις, ανάλογα με τις ανάγκες του έργου ή λόγω διαφόρων βελτιώσεων. Στην Σπάρτη, παραδείγματος χάριν, η σκηνή ήταν κινούμενη από τροχήλατο σύστημα και πετρόκτιστο υπόστεγο.
Το αποτέλεσμα της ακουστικής ποιότητας των αρχαίων ελληνικών θεάτρων είναι ο λόγος που διατήρησαν την αξία τους ανά τους αιώνες και έγιναν σύμβολο δημοκρατίας και ανάδυσης της τέχνης. Το αξιοθαύμαστο -και με δόση μυστικισμού- ακουστικό αποτέλεσμα ήταν αυτό που έδωσε την ανάλογη επιτυχία στο θέατρο. Εκτός από την ακουστική, έχουμε και την ανάλογη αρχιτεκτονική μορφή που βοήθησε άμεσα τον σκοπό της δημιουργίας του. Η κυκλική διάταξη του θεάτρου υποχρέωνε την συγκέντρωση του λαού με τέτοιο τρόπο που καμία άλλη μορφή δεν θα πετύχαινε, διότι δημιουργούσε την ανάλογη αίσθηση συγκέντρωσης της προσοχής από το σύνολο. Εδώ είναι βέβαια που αναρωτιόμαστε πώς πέτυχαν ένα άριστο αποτέλεσμα όσον αφορά την ακουστική, αλλά και την μορφολογία του χώρου.
Όλοι ξέρουμε πως η ακουστική, ως επιστήμη, δεν είναι κάτι που είχε εξελιχθεί εκείνη την εποχή. Οι πρόγονοί μας ήταν φιλόσοφοι και είχαν την ικανότητα να παρατηρούν το γύρω τους περιβάλλον, εξάγοντας συμπεράσματα. Αυτό τους βοήθησε στο να αντιληφθούν το πρόβλημα αλλά και την λύση στο θέμα της ίσης κατανομής της ηχητικής ενέργειας. Έτσι, ο κυκλικός χαρακτήρας του κοίλου ενίσχυε την φωνή του ηθοποιού, βοηθώντας την να γίνει αντιληπτή από όλους τους ακροατές. Επίσης μέσω παρατήρησης, ανακαλύφθηκε ότι η κλίση του κοίλου δεν θα παρεμπόδιζε την άνετη ακρόαση από το κοινό σε περίπτωση που κάποιος δεν είχε την δυνατότητα να βλέπει καθ’ όλη την ώρα την παράσταση. Από τα πιο σημαντικά στοιχεία του αμφιθεάτρου ήταν η ανάκλαση — ένα φαινόμενο που παρατηρήθηκε από την επιστροφή της φωνής στην φύση, όταν βρίσκεται κοντά ένας βράχος. Γι’ αυτό θα δούμε πως αρκετά αρχαία ελληνικά θέατρα είναι κτισμένα ή ακόμα και λαξευμένα επάνω σε πλαγιές βουνών, μιας και αυτό το φαινόμενο ενισχύει κατά πολύ τον ήχο.
Διαβάζοντας την εργασία με τίτλο «Χαλκός Ήχων» του αρχιτέκτονα μηχανικού Παναγιώτη Καραμπατζάη, του ηλεκτρολόγου μηχανικού Βασίλη Ζαφρανά και του αναπληρωτή καθηγητή αρχιτέκτονα μηχανικού και αρχαιολόγου Γιώργου Καραδέδου, μαθαίνουμε πως…
«[...] Στον 5ο π.Χ. αιώνα, οι βασικές αρχές σχεδίασης του ελληνικού θεάτρου είχαν φτάσει ήδη σε αρκετά υψηλό επίπεδο. Με την πάροδο του χρόνου, τα αρχαία ελληνικά θέατρα, τόσο ως προς τη γεωμετρία όσο και ως προς τη λειτουργία και τη δυνατότητα υποστήριξης παραστάσεων, μετατράπηκαν σε περίτεχνα κτίσματα, υψηλής αισθητικής και κατασκευαστικής τεχνολογίας, έχοντας ξεκινήσει από μια απλή διαμόρφωση της χωμάτινης πλαγιάς εμπρός από μια επίπεδη περιοχή. Επιπλέον, ως το τέλος του 4ου αιώνα π.Χ. χαρακτηριστική είναι η είσοδος των Μαθηματικών (θεωρία αριθμών των Πυθαγορείων) στις γεωμετρικές χαράξεις και γενικότερα στον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό των κτιρίων. Και ακόμη ειδικότερα των θεάτρων. Διότι ο σχεδιασμός τους επηρεάστηκε σημαντικά από την ακουστική η οποία την περίοδο αυτή διαμορφώνεται ήδη ως επιστήμη. Ιδιαίτερα κατά το τέλος του 4ου π.χ. αιώνα συμβαίνει η “μεταπήδηση” από τις θεωρίες των Πυθαγορείων στις Αριστοτελικές θεωρίες και αυτή δίνει σημαντική ώθηση στην εξέλιξη των επιστημονικών θεωριών της μουσικής και της ακουστικής. Χαρακτηριστικότερη μορφή της περιόδου μεταπήδησης είναι αυτή του Αριστόξενου του Ταραντίνου στου οποίου τις μουσικές θεωρίες οφείλεται και ο μετέπειτα διαχωρισμός του μουσικού κόσμου στους “Κανονικούς” (οπαδούς του Πυθαγορείου μουσικού συστήματος, των μαθηματικών υπολογισμών και των μαθηματικών κανόνων) και τους “Αρμονικούς” (οπαδούς της θεωρίας του Αριστόξενου σύμφωνα με την οποία καθοριστικός παράγοντας της μουσικής αρμονίας είναι η ακοή και τελικός κριτής το αφτί)»
Όπως βλέπουμε, μετά την κατασκευή των πρώτων θεάτρων, έγιναν, μέσω παρατήρησης και στην συνέχεια με την είσοδο των μαθηματικών, βελτιώσεις που βελτίωσαν την ακουστική του χώρου των θεάτρων. Μέσω αγγείων που ήταν «κουρδισμένα» ανάλογα με την κλίμακα που ήταν να παίξει η ορχήστρα και ήταν τοποθετημένα σε κατάλληλα σημεία, μπορούσε να επιτευχθεί ενίσχυση του αρχικού σήματος από 12 έως και 25 db. Η ενίσχυση που γινόταν από τα ειδικά ενσωματωμένα αγγεία αφορούσε όμως μόνο την κλίμακα που θα έπαιζε η ορχήστρα, μιας και τα μουσικά όργανα θα έπαιζαν πάνω σε συγκεκριμένες συχνότητες.
Στις μέρες μας, είναι γνωστή η χρήση κοίλων συνηχητών. Οι λεγόμενοι Helmholtz resonators είναι κοινοί — που είναι στην ουσία στοχευμένοι ακουστικοί διορθωτές χώρων, μέσω της ηχοαπορροφητικής τους ικανότητας αλλά και της συμβολής τους στην διάχυση του ήχου. Η χρήση κοίλων συνηχητών, ξεκινάει μεν στην αρχαιότητα από τους αρχαίους Έλληνες και στην συνέχεια από τους Ρωμαίους, αλλά τροποποιημένη συνεχίζεται κατά τον Μεσαίωνα μέσω των διαφόρων τροποποιημένων αγγείων που ενίσχυαν την ακουστική των εκκλησιών αλλά και άλλων δημόσιων χώρων.
Ελάχιστα αρχαία ελληνικά θέατρα έχουν μείνει ανέπαφα στην εποχή μας, και για πολλά από αυτά υπάρχουν ελλιπή στοιχεία, όπως κύρια στοιχεία θεμελίωσης, στον κύκλο της ορχήστρας να μην υπάρχει η πλάτη αλλά και διάφορα άλλα σημαντικά μέρη που αποτελούν ένα πλήρες αρχιτεκτόνημα. Για να καταλάβουμε την εξάπλωση της τέχνης και ειδικά του θεάτρου, ας λάβουμε υπ’ όψιν πως έχουν καταγραφεί συνολικά 730 αρχαίες θεατρικές κατασκευές.
Παρ’ ολ’ αυτά -και ειδικά στο θέατρο της Επιδαύρου- βλέπουμε μέχρι και σήμερα το αριστούργημα της δημοκρατίας σε δράση και μπορούμε να παρατηρήσουμε και οι ίδιοι το φαινόμενο που λέγεται αρχαίο ελληνικό θέατρο, ένα από τα θαύματα της αρχαιότητας που εγκλωβίζουν μέσα τους γνώση, τέχνη αλλά και μέρος από το αθάνατο αρχαίο ελληνικό πνεύμα.