Παρασκευή 10 Ιουνίου 2011

Βουλευτές: Δεν ψάχνουμε για φθηνούς, ψάχνουμε για καλούς

Συγγνώμη, αλλά δεν ψάχνουμε για φθηνούς. Ψάχνουμε για καλούς. Γιατί, όπως έλεγε και η (Πόντια) γιαγιά μου, «το φτηνό το κρέας το τρώει ο σκύλος».

Το λέω γιατί τελευταία – και υπό την πίεση της Πλατείας - ακούμε διάφορες προτάσεις σχετικά με το πώς θα ανακτήσουν την αξιοπιστία τους  οι πολιτικοί.

Και το πάνε πάλι στους μισθούς και στα προνόμια.

Επί του προκειμένου (αφού σημειώσω πως όποιος αισθάνεται ότι πληρώνεται τζάμπα πάει σπίτι του,
 ώστε να μην επιβαρύνει ούτε κατ’ ελάχιστον τους φορολογούμενους και χειμαζόμενους Έλληνες), θεωρώ πως όλη αυτή η προσπάθεια εξιλέωσης, αποσκοπεί αποκλειστικά στην διάσωση του πολιτικού συστήματος.

Η «Επιχείρηση Εξιλέωση» είναι πολύ πιο σοβαρή υπόθεση για να συνοψιστεί στην περικοπή ενός ποσού της τάξης των 800 περίπου ευρώ τον μήνα. Διότι το χρέος – το οποίο δημιούργησαν και ανέχθηκαν και για το οποίο αισθάνονται κάποιοι ότι πρέπει να εξιλεωθούν - είναι 360 δις ευρώ.

Αν μάλιστα λάβουμε υπ’ όψιν μας τους υπολογισμούς του πρώην υφυπουργού Οικονομικών Πέτρου Δούκα, τότε στο χρέος της κεντρικής κυβέρνησης  πρέπει να προσθέσουμε άλλα 40 δις ευρώ που είναι οι εγγυήσεις του κράτους προς τις ΔΕΚΟ (τις οποίες πάντα κανάκευαν όσοι σήμερα θέλουν να εξιλεωθούν), άλλα 250 δις ευρώ τα χρέη που δημιουργήθηκαν για να στηριχθούν τα ασφαλιστικά ταμεία και άλλα 250 δις ευρώ που είναι το ιδιωτικό χρέος της χώρας.

Φθάνουμε έτσι αισίως στα 900 δις ευρώ!

Αν κάποιοι θέλουν να εξιλεωθούν θα χρειαστεί να… ξηλωθούν πολύ περισσότερο – να δώσουν οικογενειακές περιουσίες και τιμαλφή.

Οπότε, ας αφήσουμε κατά μέρος τα πυροτεχνήματα. Και ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή:

Το ασυμβίβαστο
Η αρχή έγινε με την αναθεώρηση του Συντάγματος το 2001, όταν ψηφίστηκε το επαγγελματικό ασυμβίβαστο για τους βουλευτές. Υποχρεώθηκαν τότε όλοι (πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όπως ο Λυκουρέζος και ο Ασκητής που έφυγαν από τη Βουλή) να εγκαταλείψουν το επάγγελμά τους, να αποκοπούν από αυτό και να μπουν βαθιά στη λογική του επαγγελματία πολιτικού.

Το επιχείρημα ήταν πως ο βουλευτής, για να κάνει καλά τη  δουλειά του, για να αφοσιωθεί στη λαϊκή εκπροσώπηση, για να ανταπεξέρχεται στα καθήκοντά του, πρέπει να είναι απερίσπαστος, να μην διασπάται η προσοχή του από την βασική αποστολή του που είναι η εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Θα περίμενε κανείς, με βάση την παραπάνω σκέψη, να βελτιωθεί η ποιότητα του πολιτικού προσωπικού – και επομένως και η ζωή μας.

Συνέβη το ακριβώς αντίθετο: Όσοι είχαν ήδη προ πολλού εγκαταλείψει το επάγγελμά τους (αν ποτέ είχαν κάποιο) για το ευκολότερο και χωρίς ευθύνες επάγγελμα του πολιτικού, συνέχισαν να περνούν την ώρα τους παριστάνοντας ότι κυβερνούν και μοιράζοντας υποσχέσεις. Μάζευαν ψήφους για την επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Και όσοι εγκατέλειψαν μετά την συνταγματική αλλαγή το επάγγελμά τους έγιναν χειρότεροι, στήνοντας πολιτικά γραφεία ρουσφετιών, περνώντας την ώρα τους για να ικανοποιούν μικρά και μεγάλα αιτήματα, αναζητώντας διόδους προς τους οικονομικά ισχυρούς.

Με μοναδικό σκοπό την επανεκλογή τους, αφού ήξεραν πως αν δεν παρέμεναν βουλευτές δεν θα είχαν πού να επιστρέψουν. Επομένως, μάζευαν και αυτοί ψήφους με το βλέμμα στην επόμενη εκλογική αναμέτρηση.

Άλλωστε, επαγγέλματα όπως του γιατρού, όπου οι πρόοδοι είναι καθημερινές και απαιτείται διαρκής ενημέρωση και δημοσιεύσεις, δεν περιμένουν να ξανακάνεις μια καινούργια αρχή.

Αλλά και με όλα τα άλλα επαγγέλματα συμβαίνει το ίδιο. Μόλις φύγεις από τη θέση σου, την έχει καταλάβει άλλος, κανείς δεν σε περιμένει.

Όσοι πάλι από εκείνους τους ανεπάγγελτους αποφάσισαν να εφαρμόσουν την συνταγματική επιταγή και να αφοσιωθούν στα βουλευτικά τους καθήκοντα, χωρίς να ανοίξουν μαγαζάκια εξυπηρετήσεων, απλώς δεν επανεξελέγησαν. Δούλεψαν σκληρά, αλλά η δουλειά τους δεν φάνηκε, διότι η πολιτική είναι ομαδικό σπορ.

Γεμίζεις την καρδάρα, την αδειάζει ο άλλος και καταστρέφονται όλα.

Έτσι, το πρόβλημα του χαμηλού επιπέδου του πολιτικού μας προσωπικού επιδεινώθηκε – κάτι που αποδείχθηκε και από την σημερινή καταστροφή.

Αποδείχθηκε επίσης πως η θέσπιση του επαγγελματικού ασυμβίβαστου δεν αποσκοπούσε τελικά στην άνοδο του επιπέδου και στην αφοσίωση στην εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος.

Αποσκοπούσε στη δημιουργία μιας κλειστής κάστας επαγγελματιών πολιτικών, στην εξασφάλιση των κεκτημένων των ήδη εκλεγμένων (που στο μεταξύ είχαν πλουτίσει μέσω των διαφόρων σκανδαλωδών αναθέσεων, της σκανδαλώδους διαχείρισης των κοινοτικών κονδυλίων, ακόμη και παίζοντας στο Χρηματιστήριο).

Αποσκοπούσε στην ενίσχυση της οικογενειοκρατίας και στην μεταβίβαση των βουλευτικών εδρών κληρονομικώ δικαίω.

Αποσκοπούσε τέλος, στην επικράτηση όσων είχαν ήδη πλουτίσει με διαφόρους τρόπους και ούτε είχαν ανάγκη, ούτε ήθελαν πια να εργασθούν – αφού είχαν βρει τρόπο να σιτίζονται χωρίς να κάνουν τίποτε, έχοντας στη διάθεσή τους αποσπασμένο προσωπικό, αστυνομικούς και διάφορες άλλες διευκολύνσεις.

Προχθές, ο βουλευτής Κυριάκος Μητσοτάκης κατέθεσε τη δική του πρόταση με σκοπό, όπως λέει, να ξανακερδίσουν οι βουλευτές μέρος της χαμένης αξιοπιστίας τους.

Προτείνει μείωση του αριθμού των βουλευτών σε 200 (για εξοικονόμηση 11 εκ ευρώ τον χρόνο) και κατάργηση της βουλευτικής σύνταξης (για την ακρίβεια προτείνει παροχή μιας σύνταξης, με καταβολή των ασφαλιστικών εισφορών από την Βουλή για το διάστημα που κάποιος είναι βουλευτής, στο Ταμείο όπου ασφαλιζόταν πριν εκλεγεί βουλευτής).

Προτείνει επίσης κατάργηση των επιπλέον αμοιβών για συμμετοχή στις διάφορες Επιτροπές (για εξοικονόμηση 3,6 εκ ευρώ τον χρόνο), λουκέτο στο Κανάλι της Βουλής, του οποίου η θεαματικότητα είναι 0,3% και κοστίζει 6 εκ ευρώ τον χρόνο, κατάργηση των βουλευτικών αυτοκινήτων (5,4 εκ ευρώ τον χρόνο).

Τέλος, μιλά για κατάργηση στην πράξη της βουλευτικής ασυλίας και διαχρονική ανάρτηση του «πόθεν έσχες» των βουλευτών στο διαδίκτυο.  Όπως λέει, δεν είναι κακό οι πλούσιοι να μπαίνουν στην πολιτική, αλλά είναι κακό να μπαίνει κάποιος φτωχός και να βγαίνει πλούσιος.

Να τους διορίσουμε κατευθείαν
Πολύ ωραία ηχούν όλα αυτά στα διψασμένα για λαϊκισμό αυτιά, αλλά για να δούμε σε τι θα εξυπηρετούσαν. Με μια πρώτη ματιά, με βάση αυτήν την λογική, με την πολιτική θα πρέπει να ασχολούνται μόνο οι πλούσιοι και αυτοί που έχουν δυο-τρία αυτοκίνητα.

Οπότε, προτείνω να τους διορίζουμε κατευθείαν – να μην ξοδευόμαστε και με εκλογικές διαδικασίες.

Να γίνεται δηλαδή κλήρωση μεταξύ των βιομηχάνων, των εφοπλιστών, των τραπεζιτών, των γόνων, καθώς και αυτών που έχουν ισχυρούς φίλους που μπορούν να πληρώσουν για ακριβές προεκλογικές εκστρατείες και διάφορες τεχνολογικές διευκολύνσεις, ώστε να βγαίνουν 200 άτομα να παριστάνουν τους βουλευτές.

Όπως έχω ξαναγράψει, οι βουλευτές δεν γίνονται καλύτεροι αν είναι λιγότεροι. Αντίθετα, αν είναι άξιοι, χρειαζόμαστε και 300 και 500. Ποιος δεν θέλει 500 ικανούς να δουλεύουν για λογαριασμό του;

Εκτός κι’ αν το έχουμε πάρει πια απόφαση ότι θα είναι πάντα όλοι άχρηστοι, οπότε αντί να έχουμε 200, ε, καλύτερα να περιορίσουμε τον αριθμό των αχρήστων.

Πάλι τζάμπα θα τους πληρώνουμε, ένα είδος χωριού Ποτέμκιν της κοινοβουλευτικής Δημοκρατίας, αλλά τουλάχιστον θα πληρώνουμε λιγότερους άχρηστους.

Επιπλέον, ο βουλευτικός μισθός φαίνεται μεγάλος, ειδικά αυτήν την περίοδο της τρομερής ανέχειας, αλλά φανταζόμαστε, ελπίζουμε, ότι δεν θα παραμείνουμε για πάντα στον πάτο.

Οπότε, οι περικοπές στις βουλευτικές αποδοχές θα έπρεπε να είναι προσωρινές και να επιστρέψουν, μόλις επανέλθουν οι αποδοχές όλων των Ελλήνων στα προηγούμενα επίπεδα.

Αν δεν επανέλθουν ποτέ, τότε απλώς θα έχει επιβεβαιωθεί η πολιτική ανικανότητα. Και επομένως δεν θα πρέπει να καταβάλλεται καθόλου βουλευτικός μισθός.

Επιτροπές και άλλα «προνόμια»
Οι αμοιβές για τις Επιτροπές δόθηκαν προκειμένου να αυξηθεί ο βουλευτικός μισθός, καθώς ο βουλευτής έχει έξοδα που δύσκολα αντιμετωπίζονται με έναν μέσο μισθό – νοικιάζει γραφείο στο κέντρο για να εργάζεται (προσοχή, όχι για να «κάνει γραφείο»), όταν δεν βρίσκεται στη Βουλή, πληρώνει βενζίνη για να ταξιδεύει στην επαρχία ή για να διατρέχει την περιφέρειά του, αγοράζει τον ελληνικό και τον ξένο Τύπο και άλλα πολλά, ενώ πρέπει και να ζει την οικογένειά του.  Εκ των πραγμάτων δηλαδή έχει περισσότερα έξοδα.

Αν δεν είναι πλούσιος, δεν μπορεί να ανταποκριθεί σε όλα αυτά. Επομένως, οι φτωχοί και ικανοί δεν πρόκειται να ασχοληθούν ποτέ με την πολιτική. Και θα ασχολούνται μόνο οι πλούσιοι, που θα μας κοροϊδεύουν κι’ από πάνω, δημοσιεύοντας τα – οπωσδήποτε διάτρητα – «πόθεν έσχες» τους στο διαδίκτυο.

Ως γνωστόν, όλα τα «πόθεν έσχες» είναι άψογα. Όλα τα περιουσιακά στοιχεία απολύτως δικαιολογημένα. Άλλοι τα βρήκαν από τον μπαμπά τους (του οποίου άντε να βρεις το πόθεν έσχες), άλλοι έχουν παντρευτεί εξαιρετικά έξυπνες και ικανές γυναίκες (που κερδίζουν τεράστια ποσά, καταλαμβάνοντας θέσεις τις οποίες δεν θα καταλάμβαναν αν δεν ήσαν σύζυγοι πολιτικών), άλλοι έχουν πάρει θηριώδη δάνεια από τις τράπεζες (που τους τα δίνουν με το καλημέρα σας, ενώ βγάζουν το λάδι των φουκαράδων).

Ειδικά όσον αφορά στις Επιτροπές, το πρόβλημα δεν είναι αν είναι ή όχι αμειβόμενες. Το πρόβλημα είναι πως οι πατρίκιοι της Βουλής μπαίνουν στις «καλύτερες» (αυτές που συνεδριάζουν συχνότερα) και σε περισσότερες, αλλά ποτέ δεν κάθονται πάνω από ένα τέταρτο – τις περισσότερες φορές, ειδικά στην αίθουσα της Γερουσίας που προσφέρεται διότι είναι… διαμπερής, μπαίνουν από την μια πόρτα και βγαίνουν από την άλλη… κατευθείαν. Κάνουν δηλαδή ένα πέρασμα, για να τους «γράψει» ο γραμματέας και να πληρωθούν.

Οπότε, και σ’ αυτήν την περίπτωση, αποδεχόμαστε αυτήν την ασυνειδησία και απλώς προτείνουμε να μην πληρώνεται κι’ από πάνω. Βελτίωση του κοινοβουλευτικού έργου δεν προβλέπεται.

Και εδώ που τα λέμε, ένα χαμηλής ποιότητας πολιτικό προσωπικό, είτε μένει σε μια επιτροπή είτε φεύγει, έχει την ίδια χρησιμότητα. Για να μην πω ότι είναι καλύτερα να… φεύγει.

Σκεφθείτε ότι χρόνια τώρα η Επιτροπή Άμυνας έχει εξελιχθεί σε αποθήκη αυτών που δεν έχουν «μέσο» για να μπουν σε μια επιτροπή με περισσότερες συνεδριάσεις!

Το Κανάλι της Βουλής τώρα. Αντί να κλείσει, πρέπει να εξορθολογιστούν τα έξοδά του, να πεταχτούν έξω όλοι οι ανίκανοι και τα ρουσφέτια των κατά καιρούς Προέδρων, να αναβαθμιστεί, να διαθέτει εκπομπές λόγου, να ανοίξει στην κοινωνία, να σταματήσει να παραγεμίζει το πρόγραμμά του με ταινίες του… βωβού κινηματογράφου.

Να προσφέρει στην ενημέρωση, να βγει από το κώμα, να ζωντανέψει, να σταματήσει ο ασφυκτικός έλεγχός του που αγγίζει τα όρια της λογοκρισίας, να καλύψει το κενό της καταστρατήγησης του άρθρου 15 του Συντάγματος. Όχι, πονάει δόντι, κόβει κεφάλι.

Η συχνότητα πρέπει πράγματι να τεθεί στην υπηρεσία του λαού. Και να διαφημιστεί. Να βγάζει ειδήσεις. Να μπει τέλος σ' αυτή την λαπαδοειδή κατάσταση. 

Η θεαματικότητα είναι το τελευταίο – ας αφήσουμε που θα έλθει και αυτή αν συμβούν όλα τα παραπάνω. Αν ο Έλληνας φορολογούμενος μπορεί να μην το έχει παρακολουθήσει ποτέ, δεν φταίει η συχνότητα, φταίνε αυτοί που την διαχειρίζονται.

Leasing, ασυλία και πόθεν έσχες
Όσο για τα αυτοκίνητα, το πρόβλημα είναι ότι η Βουλή έχει αποφασίσει να ενοικιάζονται με leasing σε σκανδαλώδεις τιμές, ακριβότερες από το να αγοραστούν.

Θα αρκούσε κάτι πιο φτηνό, μια καλύτερη συμφωνία ή και η κατάργησή τους και αντικατάσταση της παροχής με ένα επίδομα βενζίνης.

Άλλωστε, όποιος διαφωνεί με το σκάνδαλο, παραδίδει το αυτοκίνητο και τελειώνει η υπόθεση – έχει συμβεί και αυτό. Αν τα παρέδιδαν όλοι, θα βρισκόταν ένα άλλο σύστημα.

Η βουλευτική ασυλία: Δεν μπορεί και δεν πρέπει να καταργηθεί. Αυτό που χρειάζεται είναι να εφαρμοστεί ο νόμος, η διάταξη του Κανονισμού της Βουλής που ρυθμίζει τα της ασυλίας. Τα ποινικά αδικήματα δεν καλύπτονται από την ασυλία, ούτως ή άλλως. Ούτε αστικές υποθέσεις και διαφορές που δεν σχετίζονται με τα βουλευτικά καθήκοντα.

Η ασυλία υπάρχει για να προστατεύεται ο βουλευτής όταν ασκεί τα καθήκοντά του. Αν για παράδειγμα, ξεκινήσει μια σταυροφορία κατά του κοινού εγκλήματος, να μην κινδυνεύει να συρθεί στο δικαστήριο για… συκοφαντική δυσφήμηση από κάποιον μαφιόζο.  Επομένως, δεν μπορεί η αρμόδια επιτροπή να εισηγείται πάντα και για όλες τις υποθέσεις υπέρ της άρσης της. Διότι τότε, οι βουλευτές θα είναι όμηροι των συμφερόντων και του κοινού εγκλήματος.

Όσο για τα «πόθεν έσχες», δημοσιοποιούνται κάθε χρόνο. Και κάθε φορά σταθερά εκλέγονται αυτοί που έχουν λεφτά, χωρίς ποτέ κανείς να διερωτηθεί για το  «πόθεν». 

Δεν υπάρχει καμιά περίπτωση να αποφασίσουν όλοι μαζί οι Έλληνες να μετατραπούν σε επιτροπή ελέγχου του «πόθεν έσχες». Αυτό όφειλε να είχε γίνει εδώ και χρόνια από την αρμόδια επιτροπή και να εκδιωχθούν οι ύποπτοι. Τώρα, είναι αργά.

Η κουρελού της αξιοπιστίας και οι λομπίστες
Η αξιοπιστία δεν κερδίζεται αν οι βουλευτές αρχίσουν να σέρνονται ρακένδυτοι, διότι τότε θα ήταν απλό: Θα καταργούσαμε τον βουλευτικό μισθό.

Όταν οι βουλευτές εκπροσωπούν τη χώρα στο εξωτερικό, δεν μπορούν να εμφανίζονται ως ζήτουλες – είχε και επ’ αυτού γνωμικό η γιαγιά μου. «Φάε μάνικα μ’ φάε», έλεγε για κάποιον καλοντυμένο που όταν έγινε αποδεκτός σε ένα επίσημο δείπνο, έδινε να φάει στο… μανίκι του.

Η αξιοπιστία κερδίζεται όταν οι βουλευτές κάνουν με τέτοιο τρόπο τη δουλειά τους, ώστε ο λαός να ευημερεί,  να μην σέρνεται στην ανέχεια και να μην συγκεντρώνεται έξω από τη Βουλή μουντζώνοντας.

Αν δηλαδή οι βουλευτές δεν πληρώνονταν καθόλου, δεν θα έφεραν καμιά ευθύνη για το προδοτικό χρέος των 360 δις ευρώ; Θα εισέπρατταν λιγότερες μούντζες;

Η αξιοπιστία δεν εξαρτάται από το ύψος του μισθού, αλλά από τις γνώσεις, τις ικανότητες, το φιλότιμο. Ο χαμηλόμισθος δεν γίνεται αυτόματα και ικανός.

Πιο πολύ κοστίζουν οι αστυνομικοί
Άλλωστε, το ποσό που συγκεντρώνεται όσον αφορά στην εξοικονόμηση χρημάτων, είναι πολύ μικρό σε σχέση με τους μισθούς των αστυνομικών που απασχολούνται για να φρουρούν (από όσο γνωρίζω τουλάχιστον έξι για τον καθένα) τους πολιτικούς μας, προστατεύοντάς τους από την οργή του κόσμου και αποστερώντας τους πολίτες από τις υπηρεσίες τους.

Αλλά δεν είδα κανέναν να επιστρέφει στο κράτος και στην ασφάλεια των πολιτών τους αστυνομικούς του!

Ναι, αλλά αξιόπιστος είναι αυτός που μπορεί – ακριβώς λόγω της αξιοπιστίας του – να περπατά ανάμεσα στο πλήθος. Και όχι αυτός που κρύβεται, μειώνοντας απλώς τον μισθό του.

Αν κάποιος έχει να προτείνει κάτι, αυτό είναι η Κάθαρση. Αν δεν τιμωρηθούν οι διεφθαρμένοι και οι ανίκανοι, αξιοπιστία δεν κερδίζεται στον αιώνα τον άπαντα.

Τι θα λέμε δηλαδή; Εντάξει είναι διεφθαρμένοι και ανίκανοι, αλλά δεν μας κοστίζουν ακριβά και δεν έχουν αυτοκίνητο;

Αν είναι να μπούμε σ’ αυτή τη λογική, τότε να καταργηθεί εντελώς ο βουλευτικός μισθός. 

Θα φτιάξουμε την Βουλή των λόμπι;
Να μείνουν στη Βουλή μόνο οι πλούσιοι και οι διαπλεκόμενοι λομπίστες, που θα εξασφαλίζουν χρήματα και άλλες παροχές από τα συμφέροντα,  για χάρη των οποίων θα νομοθετούν.

Αν θυμόμαστε καλά, στη Γερμανία η υπόθεση της Ζήμενς ξέσπασε το 2006, αλλά στην Ελλάδα ο Χριστοφοράκος παραιτήθηκε τον Δεκέμβριο του 2007 και στο μεσοδιάστημα παρέμενε ένας ευυπόληπτος μάνατζερ, προνομιακός και εξυπηρετικός συνομιλητής και φίλος. 

Αν πρόκειται το σημερινό διεφθαρμένο και ανίκανο σύστημα να αντικατασταθεί με ένα άλλο, πιο διεφθαρμένο και πιο ανίκανο, τότε να βάλουμε να νομοθετούν κατευθείαν τα πανίσχυρα λόμπι. Τι να τους κάνουμε τους ενδιάμεσους φτωχοπρόδρομους υπαλλήλους τους;

Διότι δεν είναι κακό να ασχολούνται οι πλούσιοι με την πολιτική – αν και εδώ έχω τις ενστάσεις μου. Κακό είναι με την πολιτική να ασχολούνται μόνο οι πλούσιοι.

Μέχρι στιγμής, στην πατρίδα υπηρεσίες χρήσιμες έχουν προσφέρει μόνο οι πολιτικοί εκείνοι που είτε ήσαν φτωχοί και δεν πλούτισαν ποτέ, είτε ήσαν πλούσιοι και αποποιήθηκαν τα πλούτη τους.

http://www.elzoni.gr/html/ent/360/ent.10360.asp